Τετάρτη 20 Νοεμβρίου 2019

Η αρμενική παράδοση και ο αρχιμανδρίτης Κομιτάς*

Όταν πήγα στην Αρμενία, πρώτη μου αίσθηση ήταν αυτή ενός κόσμου στις εσχατιές της οικειότητας, μιας χώρας όπου η ανατολή είναι ακόμη κατανοητή, φίλια και απολαύσιμη, είναι δηλαδή ακόμη καθ᾽ ημάς. Ο αρμενικός πολιτισμός μού φάνηκε πως αρθρώνεται στον τόπο, αλλά και με τον τρόπο των συνόρων, με τις κορυφώσεις, τις αγωνίες και τις τραγωδίες κάθε συνοριακής κατάστασης. Ένας κόσμος μεταιχμιακός, μεθόριος, μεταξύ Ευρώπης και Ασίας, χριστιανισμού και ισλάμ· ένας μικρός λαός που επί τρεις χιλιάδες χρόνια προσπαθεί στην καυκάσια κοιτίδα του να αναπνεύσει υπό την ασφυκτική πίεση των λογής αυτοκρατοριών, από τους Πέρσες, τους Ρωμαίους και τους Βυζαντινούς, έως τους Οθωμανούς, του Μογγόλους, την τσαρική Ρωσία, αλλά και τους εθνικιστές Νεότουρκους, τα τανκς των Σοβιετικών ή στις μέρες μας το καθεστώς του Πούτιν.
Στην Αρμενία συναντά κανείς έναν πολιτισμό υψηλής εκλέπτυνσης που μόνο η προσήλωση στο στοιχειώδες σφυρηλατεί, μια αρχοντιά που εκβάλλει από την εσχάτη πενία, μια υπερηφάνεια που προκύπτει ως το μόνο που απομένει όταν τα έχεις χάσει όλα. Εδώ η ανάγκη υποβάλλει τον πραγματισμό της επιβίωσης, συνάμα όμως εδώ και ο κόσμος βρίσκει μεγάλη παραμυθία στα παραμύθια (ορισμένα από τα ωραιότερα παραμύθια του κόσμου είναι αρμενικά). Εδώ ο πόνος που έχει σωρεύσει η ιστορία, αλλά και ο φόβος που θέλουν να προκαλούν δυσάρεστοι γείτονες, μεταφράζεται σε μελαγχολική, όσο και ευγενική αισιοδοξία και σε κήρυγμα του λυτρωτικώς απροσδόκητου. Οι Αρμένιοι επιμένουν να μας θυμίζουν την ιστορία του Νώε, που εκτυλίχθηκε στα μέρη τους: το καράβι βγήκε στη στεριά, η κιβωτός με τη ζωή του κόσμου ανέβηκε επί τα όρη τα Αραράτ για να σηματοδοτήσει τη νέα ευκαιρία που μόνο ένας Θεός μπορεί να δώσει, μια ευκαιρία που ο Θεός πιστοποιεί θέτοντας «το τόξον του εν τη νεφέλη» ως σημείο της διαθήκης του με τη γη (βλ. αναλυτικά Γεν. 8-9).
Εκκινώντας από το τρίγωνο των λιμνών Βαν, Σεβάν και Ούρμια, το αρμενικό βασίλειο στα χρόνια περίπου του Χριστού έφτασε να εκτείνεται από την Κασπία Θάλασσα μέχρι τη Μεσόγειο, για να γνωρίσει ποικίλες αυξομειώσεις σε αντιπαράθεση με τις αυτοκρατορίες που προανέφερα ή και μέσα στο πλαίσιο που αυτές οριοθέτησαν. Ιδίως κατά τη δεύτερη μετά Χριστόν χιλιετία μέχρι και σήμερα οι Αρμένιοι διακρίνονται από διαρκή κινητικότητα πολύ πέραν των εκάστοτε κρατικών τους ορίων, μέχρι τη διασπορά τους έως εσχάτου της γης στον εικοστό και εικοστό πρώτο αιώνα, με τον κοσμοπολιτισμό που η ανοιχτωσιά αυτή συνεπάγεται.
Μέχρι τις μέρες μας στα ήθη και τα έθιμα της Αρμενίας εντοπίζονται ίχνη της πανσπερμίας των πίστεων που βιώθηκαν στο έδαφός της, από το ζωροαστρισμό, τη λατρεία του Μίθρα και μια ποικιλία γνωστικών διδασκαλιών, έως τους τραγικούς λόγω ισλαμικού κράτους Γιαζίντι, που έχουν βρει σήμερα καταφύγιο στη φιλόξενη χώρα, συγκροτώντας μεγάλη της μειονότητα. 
Είναι όμως ο χριστιανισμός αυτός που έδωσε στη χώρα την ταυτότητά της. Η Αποστολική Ορθόδοξη Εκκλησία των Αρμενίων, όπως αυτοπροσδιορίζεται, εκπροσωπεί μία από τις αρχαιότερες παραδόσεις της θρησκείας του Ιησού, ανάγοντας τις αρχές της στο κήρυγμα των αποστόλων Θαδδαίου και Βαρθολομαίου. Συριακές και ελληνικές χριστιανικές επιρροές διαμόρφωσαν τη φυσιογνωμία της, μέχρι που στις αρχές του τέταρτου αιώνα, ύστερα και από το έργο του αγίου Γρηγορίου του Φωτιστή η Αρμενία κατέστη το πρώτο, το αρχαιότερο επίσημα χριστιανικό κράτος στον κόσμο. Κατά τον πέμπτο αιώνα ο άγιος Μεσρόπ Μαστότς (ca. 360-440) και το επιτελείο του επινόησαν το αρμενικό αλφάβητο και μετέφρασαν τη Βίβλο, στερεώνοντας έτσι τη γλώσσα και γραμματεία της χώρας. Η αρμενική είναι μία Εκκλησία που γιορτάζει το γεγονός της μετάφρασης, που έχει ενταγμένη στο εορτολόγιό της τη μεγάλη εορτή των αγίων Μεταφραστών.
Οι Αρμένιοι αποδέχονται τις τρεις πρώτες Οικουμενικές Συνόδους της Εκκλησίας. Δεν είναι μονοφυσίτες, όπως όχι μόνο αδαείς, αλλά κυρίως κακόπιστοι εκφραστές του εν Ελλάδι φονταμενταλισμού τους αποκαλούν σήμερα, αγνοώντας επιδεικτικά τα πορίσματα της έρευνας, αλλά μιαφυσίτες[1], επιμένοντας στην ορολογία του αγίου Κυρίλλου Αλεξανδρείας. Χρειάστηκαν 15 αιώνες στους Ορθόδοξους της βυζαντινής παράδοσης και στους πιστούς των Προχαλκηδόνιων Εκκλησιών για να συνειδητοποιήσουν τη δογματική τους συμφωνία, παρά τη διαφορά στην ορολογία. Επί 15 αιώνες οι παραδόσεις τους χάθηκαν στη μετάφραση. Και προφανώς, παρά τη θεολογική συμφωνία που έχει εν τω μεταξύ επιτευχθεί (ήδη από τη δεκαετία του 1990[2]), θα συνεχίσει η διάσταση, όσο υπάρχουν άνθρωποι που εναντιώνονται στο διάλογο και σπέρνουν το μίσος για να κερδίζουν δημοσιότητα.
Η ομολογιακή διαφοροποίηση στέρησε επί αιώνες τους Έλληνες από τη δυνατότητα ουσιαστικής ώσμωσης με την αρμενική γραμματεία. Ο Γρηγόριος του Νάρεκ (δέκατος αιώνας) υπήρξε μεγάλος θεολόγος και ποιητής της χώρας αυτής του Καυκάσου. Το Βιβλίο των Θρήνων του είναι μέχρι σήμερα από τα προσφιλέστερα αναγνώσματα των Αρμενίων. Μεγάλη είναι η μορφή και του Καθολικού των Αρμενίων Νερσές Σνορχαλί του οποίου οι απόψεις για το διάλογο των χριστιανών υπήρξαν προφητικές. Μακάρι να ακουγόταν πιο γρήγορα ο πατριάρχης αυτός του 12ου αιώνα που μιλούσε για την ενότητα μέσα στην ποικιλία των παραδόσεων, για την ανάγκη της ανοχής και της διεύρυνσης του ορίζοντα των χριστιανών. 
Στην αρμενική παράδοση τα όρια της θρησκευτικής και κοσμικής ποίησης και μουσικής δεν είναι εύκολο να οριοθετηθούν ξεκάθαρα. Προσπερνώντας μορφές όπως ο Μκιτάρ του Αϊριβάνκ (13ος αι.), ο Σαγιάτ Νόβα (1712-1795) ή μεγάλων συνθετών όπως ο Μακάρ Εκμαλιάν (1856-1905), θα ήθελα να αναφερθώ ιδιαιτέρως στον αρχιμανδρίτη Κομιτάς (1869-1935), τα 150 χρόνια από τη γέννηση του οποίου γιορτάζουν οι Αρμένιοι τούτη τη χρονιά σε όλο τον κόσμο.
Φαίνεται πως ο δέκατος ένατος υπήρξε ο αιώνας όπου οι μεγάλοι της τέχνης έμελλε να αγνοούν στην αρχή της ζωής τους τις γλώσσες όπου επρόκειτο να διαπρέψουν. Αν αυτό, σύμφωνα με τον Σεφέρη, ισχύει για τον Σολωμό, τον Κάλβο και τον Καβάφη («οι τρεις μεγάλοι των γραμμάτων μας που δεν ήξεραν ελληνικά»), εφαρμόζεται στα αρμενικά πράγματα στη μορφή του μαρτυρικού Κομιτάς, που ξεκίνησε τη ζωή του στην Κιουτάχεια το 1869 με το κοσμικό όνομα Σογομόν Σογομονιάν και που μέχρι τα δώδεκά του χρόνια, παρ᾽ ό,τι γόνος Αρμενίων, μιλούσε μόνο τουρκικά. Την παιδική του ηλικία την πέρασε στην ένδεια και στην ορφάνια, χάνοντας τη μάνα του έξι μήνες αφ᾽ ότου είδε το φως και, έντεκα χρόνια αργότερα, τον στο μεταξύ αλκοολικό πατέρα του. Τον έσωσε ένας κληρικός που τον έστειλε δωδεκαετή στο Καθολικάτο του Ετσμιατζίν, στο ιερατικό σεμινάριο Κεβορκιάν, το οποίο είχε τότε ένα πρόγραμμα για ορφανά παιδιά. Όταν παρουσιάστηκε μπροστά στον Καθολικό και ανώτατο Πατριάρχη των Αρμενίων Κεβόρκ Δ´, ο ύψιστος ιεράρχης δυσφόρησε για τα ανύπαρκτα αρμενικά του παιδιού, για να ενθουσιαστεί όμως πάραυτα με το φωνητικό και μουσικό του τάλαντο, με αποτέλεσμα ο μικρός Σογομόν να ζήσει στη θαλπωρή του πατριαρχικού οικοτροφείου και να αφιερωθεί στη θεολογία και τη μουσική. Ο ίδιος το 1894 έγινε ιερομόναχος, λαμβάνοντας το όνομα Κομιτάς, προς τιμήν του ομώνυμου ποιητή, μουσικού και Καθολικού των Αρμενίων του 7ου αιώνα, και ένα χρόνο αργότερα πήρε τον τίτλο του βαρταπέντ, έγινε δηλαδή αρχιμανδρίτης. 
Εκτός από κλίση στη σύνθεση, ο Κομιτάς ενωρίτατα ανέπτυξε ευρύτερα μουσικολογικά ενδιαφέροντα. Έχοντας κατακτήσει πλέον την αρμενική γλώσσα, σχεδίασε ένα μεγαλεπίβολο έργο για τη συγκέντρωση και καταγραφή της μουσικής παράδοσης των Αρμενίων, θρησκευτικής και κοσμικής, αλλά και για τον καθαρμό της από επιρροές τουρκικές και ιρανικές: γι᾽ αυτόν η αρμενική μουσική είναι εκ φύσεως λιτή, δεν έχει τίποτε να κάνει με το συναισθηματικό πληθωρισμό των ανατολίτικων παραδόσεων. Ως τέκνο του 19ου αιώνα, ο Κομιτάς συνέδεσε τον αγώνα για την ανεύρεση και το σμίλεμα της προσωπικής του ταυτότητας με την αγωνία για τον προσδιορισμό της ιδιαιτερότητας του έθνους του, όπως αυτή αναδεικνυόταν στα μουσικά του τεκμήρια. Η επιστροφή στις ρίζες ήταν ταυτόχρονα και εγχείρημα οριοθέτησης έναντι των όμορων παραδόσεων. Η μουσική κατέστη έτσι οδός πατριδογνωσίας. Ο κληρικός και μουσικός ταυτίστηκε με το λαό του.
Ορόσημο στη συγκρότηση της φυσιογνωμίας του Κομιτάς αποτέλεσαν οι σπουδές του δίπλα στον μεγάλο Μακάρ Εκμαλιάν στην Τιφλίδα, ιδίως όμως τα χρόνια του στο Βερολίνο: Το ορφανό αρμενόπουλο από την Κιουτάχεια, ο καλόγερος του Ετσμιατζίν, αναδείχθηκε σε μουσικολόγο επιστήμονα στη Γερμανία, όπου και διέπρεψε, οικειοποιούμενος την πλέον αυστηρή επιστημονική μεθοδολογία. Και μόνο κοιτάζοντας τις φωτογραφίες της εποχής, εντυπωσιάζεται κανείς από την αφομοιωτική ικανότητα του ανθρώπου αυτού, ο οποίος με φυσικότητα εντάχθηκε στη δυτικοευρωπαϊκή πραγματικότητα, για την οποία υπήρξε ενδιαφέρων ακριβώς διότι μιλούσε για την άγνωστη μουσική της πατρίδας του, όπου επέστρεψε το 1899, για να αφοσιωθεί στην ανάδειξη της μουσικής κληρονομιάς της. Από το κοστούμι του φοιτητή επέστρεψε στο ράσο του καλόγερου και όντως, μαζί με τους φοιτητές του στο Ετσμιατζίν, άρχισε να παίρνει τα χωριά και καταγράφει κάθε τραγούδι. Έφτασε πραγματικά στο παραπέντε της καταστροφής. Λίγα χρόνια μετά ο κόσμος αυτός δεν θα υπήρχε πλέον. Σχεδόν ό, τι γνωρίζουμε για την αρμενική μουσική παράδοση της λεγόμενης Δυτικής Αρμενίας, δηλαδή της Ανατολικής Τουρκίας, το οφείλουμε στο έργο του Κομιτάς. Ο ακαταπόνητος αρχιμανδρίτης συγκέντρωσε 3000 τραγούδια, αλλά και επεξεργάστηκε την κληρονομιά αυτή δημιουργικά και στις δικές του συνθέσεις. 
Η πρώτη δεκαετία του εικοστού αιώνα είναι ένα διάστημα όπου όμως ο κόσμος γίνεται μικρός γι᾽ αυτόν. Βιώνει εντάσεις ισχυρές ανάμεσα στη θρησκευτική του αποστολή και στα βιώματά του στον κόσμο. Ζει στην Ανατολή, έχει όμως και μια ουσιώδη εμπειρία της Δύσης, στην οποία για μικρά διαστήματα ολοένα καταφεύγει. Κι αν όμως ο ίδιος στην ψυχή του φαίνεται πως συμφιλιώνει αντίρροπα ρεύματα, σκανδαλίζει με την αντισυμβατικότητά του. Αυτός, ένας άγαμος κληρικός, να συγκεντρώνει και να τυπώνει, μεταξύ άλλων, ακόμη και ερωτικά τραγούδια; Αυτός, ο αρχιμανδρίτης, να τραγουδάει την αγάπη στη γυναίκα; Δεν είναι βλασφημία, θρησκευτικοί ύμνοι που επί αιώνες προορίζονταν μόνο για το ναό, να τραγουδιούνται τώρα και σε αίθουσες συναυλιών, όπως θέλει ο Κομιτάς; 
Το 1910 καταφεύγει στην Κωνσταντινούπολη με την ελπίδα ενός πιο ανοιχτού ορίζοντα. Εκεί περνάει χρόνια πυρετώδους δημιουργίας και καθολικής αναγνώρισης, κάτι που του επιτρέπει να αψηφά ακόμη και απαγορεύσεις των αρμενικών θρησκευτικών αρχών. Στο αποκορύφωμα της φήμης του, λίγες εβδομάδες πριν τη ριζική ανατροπή της ζωής του, σε μια συναυλία όπου αναγκάστηκε να συμμετάσχει, παρόντες θα είναι και παρ᾽ ολίγον δολοφόνοι του, εκτελεστές σχεδίου γενοκτονίας εναντίον του λαού του με πρώτο τον Ταλάτ πασά.
Στις 24 Απριλίου 1915, με την έναρξη του πογκρόμ, συλλαμβάνεται μαζί με άλλους 291 Αρμενίους διανοούμενους και οδηγείται σε στρατόπεδο συγκέντρωσης στο Τσανγκίρι, κοντά στην Άγκυρα. Στις τρεις εβδομάδες όπου πέρασε εκεί θα βιώσει μια νευρική κατάρρευση από την οποία δεν συνήλθε ποτέ. Με παρέμβαση ακόμη και Τούρκων διανοουμένων, αλλά και του Αμερικανού πρεσβευτή, θα σωθεί, όπως και ελάχιστοι άλλοι κρατούμενοι. Όμως ο κόσμος δεν θα είναι πια ο ίδιος. Μια οξεία διαταραχή μετατραυματικού στρες, παραισθήσεις, μανία καταδίωξης, ένα τρομερό άγχος και δυσπιστία έναντι των πάντων, θα τον οδηγήσουν, μόλις 45χρονο, στον εγκλεισμό σε ψυχιατρικές κλινικές, πρώτα στην Πόλη και ύστερα στο Παρίσι. Στην κλινική της Πόλης μιλούσε μόνο τουρκικά, από φόβο μήπως οι Τούρκοι γιατροί του τον τιμωρήσουν αν μιλήσει τη γλώσσα του. Ένιωθε ακόμη και από τους φίλους του προδομένος, μη συγχωρώντας τους ότι τον πήγαν στην κλινική. Σε έναν άνθρωπο μόνο έδειχνε εμπιστοσύνη στην Πόλη στη φάση αυτή, σε έναν Έλληνα γιατρό. Καθώς η κατάστασή του δεν σημείωνε ιδιαίτερη βελτίωση, τελικά μεταφέρθηκε σε ψυχιατρικά ιδρύματα στο Παρίσι, όπου θα περάσει τα τελευταία είκοσι χρόνια της ζωής του (πέθανε το 1935), ανίκανος για κάθε έργο.
Ο αρχιμανδρίτης Κομιτάς, έτι ζων, αναδείχθηκε σε σύμβολο του αγώνα του λαού του για αυτοπροσδιορισμό, αλλά και του άφατου δράματος της αρμενικής γενοκτονίας. Έσωσε δια της καταγραφής μία παράδοση, την οποία προεξέτεινε στα πρωτότυπα έργα του, μεταξύ άλλων και στη μουσική επένδυση της Θείας Λειτουργίας που φιλοτέχνησε. Ήταν άνθρωπος της θρησκείας, όχι όμως λιγότερο και του κόσμου, όντας ειλικρινής ως προς την ένταση αμφοτέρων. Έπαιρνε στα σοβαρά και τους αγγέλους και τους δαίμονές του. Πρόβαλε την παράδοση όχι ως φονταμενταλιστής, αλλά με τα εργαλεία της νεοτερικότητας και ουσιαστικά προσπάθησε να διανοίξει προς το καινούριο έναν κόσμο κλειστό. Στρεφόμενος προς τις ανατολικές του ρίζες, έριχνε το βλέμμα του ταυτόχρονα και προς τη Δύση. Μπορούσε να κινείται με την ίδια άνεση στις αρμενικές εκκλησιές του Γερεβάν και της Πόλης, αλλά και στις μεγάλες αίθουσες συναυλιών από το Παρίσι μέχρι την Τιφλίδα. Η ζωή του ανατρέπει στερεότυπα και σχηματοποιήσεις. Η μουσική του δείχνει προς τα ουράνια, ακόμη και όταν μιλάει για τα επίγεια. Ο Κομιτάς εμπνέει και συγκινεί, ακριβώς διότι δείχνει, χριστιανικότατα, ότι η ειλικρινής μεγαλοσύνη δεν είναι δίχως εντάσεις και πληγές. Η μεγαλοσύνη του είναι εν-τραύματη, σταυρική, και συνάμα μεστή καταλλαγής. Λίγους μήνες πριν το θάνατό του, σε μια από τις τελευταίες αναλαμπές του, συμβούλεψε τους επισκέπτες του στην κλινική: «να φροντίζετε τα παιδιά του αρμενικού έθνους […] να αγαπιέστε, να αγαπάτε πολύ, ώστε να μπορείτε να ζήσετε».  
Ο αρχιμανδρίτης Κομιτάς μάς θυμίζει ότι αξίζει να στρέφουμε συχνά το βλέμμα προς τα όρη τα Αραράτ, τον πολιτισμό, την τραγωδία και την αρχοντική αισιοδοξία τους.

Γιώργος Βλαντής

Ενδεικτική βιβλιογραφίαMesrob K. Krikorian, Franz Werfel und Komitas. An den Wassern zu Babel saßen wir und weineten, Frankfurt a.M. 1999· Γιέσνικ ΠετροσιάνΗ Αγία Αποστολική Εκκλησία των Αρμενίων1700 έτη επίσημα αναγνωρισμένου χριστιανικού βίου, Αθήναι 2001· Οχανές-Σαρκίς Αγαμπατιάν, Αρμενία. Αναδρομή στην ιστορία του αρμενικού έθνους, Αθήνα 2003· Anne Elizabeth Redgate, Οι Αρμένιοι, μτφρ. Μπάμπης Κολώνιας, Αθήνα 2006· RitaSoulahian KuyumjianArcheology of MadnessKomitas. Portrait of an Armenian Icon, London 2010.


* Εισήγηση στην εκδήλωση «Επί τα όρη τα Αραράτ. Βραδιά αρμενικής και ελληνικής μουσικής» του Καλλιτεχνικού Συνόλου «Πολύτροπον»(Δευτέρα 18 Νοεμβρίου 2019, Αίθουσα Διδασκαλίας της Μουσικής Βιβλιοθήκης του Συλλόγου Οι Φίλοι της Μουσικής στο Μέγαρο Μουσικής Αθηνών). Για την Αρμενία 
[1] Βλπ.χ. Christian Lange-Karl Pinggéra, Die altorientalischen Kirchen. Glaube und Geschichte, Darmstadt 2010, 11. 
[2] Βλσχετικά ιδίως Christine Chaillot, The Dialogue between Eastern Orthodox and Oriental Orthodox Churches, Volos Academy Publications: Volos 2016.

Πέμπτη 14 Νοεμβρίου 2019

Η Εκκλησία της Ελλάδος και η ουκρανική αυτοκεφαλία
Συνέντευξη στην ιστοσελίδα Nachrichtendienst Östliche Kirchen*

Στις 19 Οκτωβρίου ο Αρχιεπίσκοπος Αθηνών Ιερώνυμος μνημόνευσε τον Μητροπολίτη Επιφάνιο (Dumenko) κατά τη Θεία Λειτουργία στη Θεσσαλονίκη. Εγκαθιδρύθηκε με τον τρόπο αυτό εκκλησιαστική κοινωνία μεταξύ της Εκκλησίας της Ελλάδος και της νέας ορθόδοξης Εκκλησίας της Ουκρανίας; 
Η ορθόδοξη Εκκλησία της Ελλάδος βρίσκεται πλέον όντως σε πλήρη κοινωνία με την αυτοκέφαλη Εκκλησία της Ουκρανίας. Η μνημόνευση του Προκαθημένου της νέας Εκκλησίας, Μητροπολίτη Επιφανίου, κατά το συλλείτουργο του Οικουμενικού Πατριάρχη με τον Αρχιεπίσκοπο Αθηνών στη Θεσσαλονίκη ήταν η πρώτη λειτουργική έκφραση της εγκαθίδρυσης της κοινωνίας αυτής. Ο Ιερώνυμος Β´ δεν έλαβε μέρος στη Λειτουργία της Θεσσαλονίκης μόνο ως επί κεφαλής της Αρχιεπισκοπής Αθηνών, αλλά ως Προκαθήμενος της Εκκλησίας της Ελλάδος και, ως εκ τούτου, ως κέντρο της ενότητάς της. Μετά την απονομή της αυτοκεφαλίας απέφευγε για πολλούς μήνες να συλλειτουργήσει με τον Πατριάρχη Βαρθολομαίο, προφανώς και για το λόγο ότι στη Λειτουργία που τελεί ο Οικουμενικός Πατριάρχης μνημονεύεται πάντοτε και ο Προκαθήμενος της Εκκλησίας της Ουκρανίας. Αμέσως όμως μετά τις συνοδικές αποφάσεις της Εκκλησίας του ο Ιερώνυμος το έκανε. Στις 21 Οκτωβρίου ο Αρχιεπίσκοπος Αθηνών απέστειλε στον Μητροπολίτη Επιφάνιο το ειρηνικό του γράμμα ως απάντηση στο αντίστοιχο του τελευταίου μετά την εκλογή του ως Προκαθημένου της Ορθόδοξης Εκκλησίας της Ουκρανίας στις 15 Δεκεμβρίου 2018. Στο ειρηνικό γράμμα ο Ιερώνυμος ανακοινώνει σαφώς την έναρξη πλήρους κοινωνίας με τη νέα Εκκλησία. Με το συλλείτουργο με τον Οικουμενικό Πατριάρχη και το ειρηνικό γράμμα ο Αρχιεπίσκοπος Αθηνών έκανε χρήση του κανονικού προνομίου του, ως Προκαθήμενος μιας αυτοκέφαλης Εκκλησίας, να εντάξει το όνομα του νέου Προκαθημένου στα Δίπτυχα της Εκκλησίας του και με τον τρόπο αυτό να εγκαθιδρύσει κοινωνία με τη νέα Εκκλησία. Το προνόμιο αυτό το επιβεβαίωσαν οι συνοδικές αποφάσεις της Διαρκούς Ιεράς Συνόδου (28 Αυγούστου 2019) και της Ιεραρχίας της Εκκλησίας της Ελλάδος (12 Οκτωβρίου 2019). Δεν πρόκειται για κάτι το καινούριο, αλλά για την παραδεδομένη πράξη των Προκαθημένων των αυτοκεφάλων Εκκλησιών ύστερα από την απονομή μίας νέας αυτοκεφαλίας από το Οικουμενικό Πατριαρχείο.

Τις τελευταίες εβδομάδες και τους τελευταίους μήνες ασχολήθηκαν πολλές συνάξεις Ελλήνων επισκόπων με το θέμα της Ουκρανίας. Γιατί ήταν τόσο δύσκολο για τους επισκόπους να φτάσουν σε μια ενιαία θέση;
Θα ήθελα να κατονομάσω δύο λόγους. Πρώτον: Ένας βασικός λόγος για την καθυστέρηση ήταν οι μεγάλες εντάσεις, οι οποίες επιβάρυναν τα τελευταία χρόνια τις σχέσεις ανάμεσα στο Οικουμενικό Πατριαρχείο και την Εκκλησία της Ελλάδος, οι οποίες, ωστόσο, δεν είχαν καμία σχέση με το ζήτημα της Ουκρανίας. Επρόκειτο για διμερείς εντάσεις, οι οποίες επέδρασαν αρνητικά ακόμη και στις προσωπικές σχέσεις των δύο Προκαθημένων: Δικαιοδοσιακές διαμάχες, η μη συμπερίληψη του Οικουμενικού Πατριαρχείου κατά την πρώτη φάση των διαπραγματεύσεων της Εκκλησίας της Ελλάδος με την κυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ για τη μισθοδοσία των κληρικών, κ.ά. Είναι χαρακτηριστικό πως τον Οκτώβριο του 2018, πριν δηλαδή την απονομή της ουκρανικής αυτοκεφαλίας, ο Αρχιεπίσκοπος δεν θέλησε να συναντήσει τον Οικουμενικό Πατριάρχη, ο οποίος βρισκόταν στην Αθήνα. Η διαδικασία της συμφιλίωσης διήρκεσε αρκετά. Νομίζω όμως ότι ήδη τον Απρίλιο του 2019 ήταν κατά το μάλλον ή ήττον λιγότερο ή περισσότερο σαφές ότι η Εκκλησία της Ελλάδος θα εκφραζόταν θετικά ως προς το ουκρανικό ζήτημα, όταν ο Αρχιεπίσκοπος Ιερώνυμος προσκάλεσε τον Πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως στην Αθήνα.
Ήδη από την αρχή δεν υπήρχε αμφιβολία ότι η Εκκλησία της Ελλάδος θα στεκόταν στο πλευρό του Οικουμενικού Πατριαρχείου. Οι πλέον διακεκριμένοι επίσκοποι και θεολόγοι της χώρας υποστήριξαν σε αναρίθμητες συμβολές τα κανονικά δίκαια της Εκκλησίας της Κωνσταντινουπόλεως. Εναντίον ήταν μόνο μία μικρή υπερσυντηρητική μειονότητα, η οποία τα τελευταία χρόνια αμφισβητεί συστηματικά όλες τις αποφάσεις του Οικουμενικού Πατριαρχείου (π.χ. συμμετοχή στον οικουμενικό και διαθρησκειακό διάλογο, Αγία και Μεγάλη Σύνοδος, ουκρανική Αυτοκεφαλία)· λόγος αυτής της δυσανεξίας είναι η για τους ανθρώπους αυτούς ασυγχώρητη οικουμενική ανοικτότητα της Κωνσταντινούπολης. Ο Αρχιεπίσκοπος Ιερώνυμος, ο οποίος δίνει ιδιαίτερη αξία στη συνοδικότητα, ήθελε να ακουστούν και αυτές οι γνώμες, και για το λόγο αυτό αποφάσισε υπέρ ενός μακρύτερου, όμως διαφανούς και ξεκάθαρου δρόμου. Συνοδικές επιτροπές συνέταξαν ένα πόρισμα, το οποίο συνιστούσε την αναγνώριση της αυτοκέφαλης Εκκλησίας της Ουκρανίας. Και τόσο η Διαρκής Ιερά Σύνοδος, όσο και η Ιεραρχία, αποφάσισαν υπέρ της νέας Εκκλησίας με πολύ μεγάλη πλειοψηφία. 
Δεύτερον, η έντονη πίεση των αντιπάλων της νέας Εκκλησίας σε όλες τις αυτοκέφαλες Εκκλησίες έπαιξε επίσης ένα ρόλο. Για το ζήτημα αυτό μίλησαν πολλοί Μητροπολίτες της Εκκλησίας της Ελλάδος κατά την τελευταία τους σύναξη ιδιαιτέρως ξεκάθαρα. Ο φόβος ήταν η διακοπή της ευχαριστιακής κοινωνίας της Εκκλησίας της Ρωσίας με τις Εκκλησίες που θα αναγνωρίσουν την Εκκλησία της Ουκρανίας, η δημιουργία παράλληλων ρωσικών δομών στο έδαφος της δικαιοδοσίας τους και η διακοπή των οικονομικών σχέσεων της Μόσχας με τις Εκκλησίες αυτές, οι οποίες, μεταξύ άλλων, επωφελούνται από το ρωσικό θρησκευτικό τουρισμό. Παράλληλα έλπιζε κανείς σε μια γρήγορη λύση που θα επιτυγχανόταν είτε διμερώς, μεταξύ Κωνσταντινούπολης και Μόσχας, ή σε πανορθόδοξο επίπεδο, ώστε να μη χρειαστεί οι υπόλοιπες Εκκλησίες να λάβουν θέση ξεχωριστά. Ορισμένοι είχαν την έγνοια ότι μία σαφής λήψη θέσης θα οδηγούσε στη δημιουργία μετώπων, η οποία με τη σειρά της θα επιτάχυνε ένα σχίσμα εντός της Ορθοδοξίας. Κατέστη όμως σαφές ότι και η μη λήψη θέσης συνιστά επίσης μία θέση, και μάλιστα μία αντιπαραγωγική θέση, η οποία αφήνει να δημιουργείται η εντύπωση πως οι ορθόδοξες Εκκλησίες συμπεριφέρονται με φόβο και όχι εν ελευθερία. Κανείς δεν επιτρέπει ευχαρίστως να τον πιέζουν. Η δίχως μέτρο επιθετικότητα των αντιπάλων της ουκρανικής αυτοκεφαλίας εναντίον του Οικουμενικού Πατριαρχείου έφερε την Κωνσταντινούπολη και την Αθήνα ακόμη πιο κοντά.

Πώς συμπεριφέρονται τώρα οι ενδοεκκλησιαστικοί επικριτές μιας αναγνώρισης της ορθόδοξης Εκκλησίας της Ουκρανίας; Υιοθετούν την απόφαση του Αρχιεπισκόπου Ιερωνύμου;
Η αντίσταση στην αναγνώριση της αυτοκεφαλίας της Εκκλησίας της Ουκρανίας είναι πολύ μικρότερη από ό, τι ισχυρίζονται μερικά μέσα επικοινωνίας και επίσης ισχυροί μηχανισμοί προπαγάνδας. Διαρκώς υπερτονίζονται οι πληθωριστικές και επιθετικές δηλώσεις μιας μικρής μειονότητας ιεραρχών και κληρικών εν γένει, οι οποίοι συστηματικά πολεμούν εναντίον του Οικουμενικού Πατριαρχείου. Η μειονότητα αυτή ήταν εναντίον της Αγίας και Μεγάλης Συνόδου, παραμένει φανατικά εναντίον της οικουμενικής κίνησης, ενώ ορισμένοι εκπρόσωποί της σοκάρουν ολοένα την ελληνική κοινωνία με τις αντισημιτικές τους δηλώσεις. Στην επιχειρηματολογία τους χρησιμοποιούν όλες τις αντιρωμαιοκαθολικές, αντιδυτικές, αντιαμερικανικές, κ.ά. θεωρίες συνωμοσίας, ώστε να πολεμήσουν εναντίον της Εκκλησίας της Ουκρανίας. Καταδικάζω έντονα κάθε ακραία δήλωση· το γεγονός όμως, ότι και αντίπαλοι της ουκρανικής αυτοκεφαλίας δύνανται να εκφραστούν δημοσίως και άφοβα, αποτελεί κέρδος για την Εκκλησία της Ελλάδος. Δίχως να θέλω να ωραιοποιήσω κάτι, τους τελευταίους μήνες κατέστη σαφές ότι οι ελληνόφωνες Εκκλησίες αντέχουν πολύ περισσότερη δημοκρατία και ωφελούνται από αυτή, σε αντίθεση με άλλες, οι οποίες παρουσιάζονται ως μονολιθικές οντότητες. Στις ελληνόφωνες Εκκλησίες δύναται κανείς να ακούσει διαφορετικές γνώμες και αυτό είναι απλώς φυσιολογικό. Πίσω από την αντιουκρανική ομοφωνία άλλων Εκκλησιών κρύβεται συχνά έλλειμμα σεβασμού απέναντι σε άλλες ενδοεκκλησιαστικές απόψεις, αλλά και πολύς φόβος. Και στις Εκκλησίες αυτές υπάρχουν υποστηρικτές της αυτοκεφαλίας της Ουκρανίας, κάποιοι όμως φοβούνται να εκφραστούν, διότι αυτό θα μπορούσε να οδηγήσει σε δυσάρεστες συνέπειες. Ήδη υπάρχουν λυπηρά σχετικά παραδείγματα.
Η συνοδικώς ενισχυμένη απόφαση του Αρχιεπισκόπου Αθηνών είναι πάντως δεσμευτική για όλη την Εκκλησία της Ελλάδος. Ύστερα από την απόφαση της Εκκλησίας τον Οκτώβριο μόνο δύο Μητροπολίτες αντέδρασαν ηχηρά, και σίγουρα αυτό δεν θα κρατήσει πολύ. Αλλά ακόμη και αν κάποιοι επίσκοποι αρνηθούν να δεξιωθούν ουκρανούς πιστούς, οι ίδιοι παραμένουν σε κοινωνία με μία σύνοδο και έναν Προκαθήμενο που βρίσκονται σε πλήρη κοινωνία με τους δήθεν σχισματικούς. Ενδεχομένως η Εκκλησία της Ελλάδος να λάβει μέτρα εναντίον ιεραρχών που θα ήθελαν να δημιουργήσουν προβλήματα. Η δημιουργία μίας κατάστασης, όπου σε κάποιες μητροπόλεις θα αναγνωρίζεται η νέα Εκκλησία και σε άλλες όχι, δεν είναι προς το συμφέρον της Εκκλησίας της Ελλάδος. Τα τελευταία χρόνια ολοένα παρατηρείται το εξής: Υπάρχουν κάποιοι κληρικοί που μπορεί να φωνάζουν πολύ, ταυτοχρόνως όμως είναι αρκετά κυνικοί, ώστε να μην παραιτούνται από το λίαν εκλεπτυσμένο ένστικτο επιβίωσής τους. Δεν θα ρισκάρουν κανένα σχίσμα στο όνομα της ουκρανικής κρίσης. Δεν θα διακινδυνεύσουν να χάσουν τα από την Εκκλησία και το κράτος προσδιορισμένα προνόμιά τους. Τόσο μεγάλοι ιδεαλιστές οι Έλληνες αντίπαλοι της Κωνσταντινούπολης δεν είναι. 
Γιώργος Βλαντής


* Γερμανικό πρωτότυπο: https://noek.info/hintergrund/1318-georgios-vlantis-zur-anerkennung-der-orthodoxen-kirche-der-ukraine-durch-athen(ημερομηνία δημοσίευσης: 14.11.2019). Μετάφραση: Γιώργος Βλαντής.

Σάββατο 7 Σεπτεμβρίου 2019


ΤΟ ΚΕΡΔΟΣ ΜΙΑΣ ΚΡΙΣΗΣ
Οφέλη της ουκρανικής υπόθεσης

Σήμερα, 7 Σεπτεμβρίου 2019, συμπληρώνεται χρόνος από την ιστορική απόφαση της Αγίας και Ιεράς Συνόδου του Οικουμενικού Πατριαρχείου για τον καθορισμό των αρχιεπισκόπου Παμφίλου κ. Δανιήλ και επισκόπου Edmonton κ. Ιλαρίωνα ως εξάρχων του στο Κίεβο με αποστολή να συμβάλουν στην προετοιμασία της χορήγησης αυτοκεφαλίας στην Εκκλησία της Ουκρανίας. Μία εβδομάδα αργότερα η Ιερά Σύνοδος της Εκκλησίας της Ρωσίας θα ξεκινούσε τη λήψη αποφάσεων που οδήγησαν στη διακοπή κοινωνίας με το Οικουμενικό Πατριαρχείο. Ήδη όμως στις 8 Σεπτεμβρίου του 2018, πριν τις επίσημες αποφάσεις του Πατριαρχείου Μόσχας, οι εκπρόσωποί του που συμμετείχαν στο συνέδριο ορθόδοξης πνευματικότητας της μοναστικής κοινότητας του Boseέλαβαν εντολή να μη συμμετάσχουν στη διορθόδοξη λειτουργία που ήταν προγραμματισμένο να τελεστεί. Η λειτουργική αυτή σύναξη επισκιάστηκε μάλιστα και από την αψυχολόγητη αντίδραση θερμόαιμου ιεράρχη του Πατριαρχείου Αλεξανδρείας, ο οποίος, μπροστά σε ένα έκπληκτο εκκλησίασμα, επέκρινε την Πρωτόθρονη Εκκλησία. Η συμπεριφορά του θορυβώδους κληρικού προϊδέαζε απλώς για τη στάση ιερωμένων ελληνόφωνων Εκκλησιών τους μήνες που θα ακολουθούσαν. 
Η επέτειος αυτή είναι αφορμή για μια τηλεγραφική απαρίθμηση κάποιων μόνο θετικών στοιχείων που αναδείχθηκαν μέσα στην κρίση αυτή. Η αναφορά στα κέρδη που πιστεύω ότι αποκόμισε η Ορθοδοξία από την ουκρανική υπόθεση δεν είναι εξαντλητική, ούτε συνεπάγεται χαρά για τη σημερινή κατάσταση, αντιθέτως. Πιστεύω όμως ότι η ένταση στις διορθόδοξες σχέσεις που πυροδοτήθηκε από τη χορήγηση αυτοκεφαλίας στην Εκκλησία της Ουκρανίας λειτουργεί απομυθευτικά και καθαρτικά, συμβάλλει στην ευκρίνεια του βλέμματός μας. 
·     Αναδεικνύει η κρίση τα δίκτυα των οικονομικών και πολιτικών εξαρτήσεων, των δελεασμών και των εκβιασμών που καθορίζουν τη στάση ιεραρχών ή και ολόκληρων συνόδων και τεκμηριώνει την ευρύτερη απαξίωση στην οποία έχουν αυτοί και αυτές οδηγηθεί. Είναι ενδιαφέρον να παρατηρεί κανείς πως καθ᾽ όλα, οικονομικά και πολιτικά, εξαρτημένες Εκκλησίες πιστεύουν ότι δύνανται να συναποφασίζουν με το Οικουμενικό Πατριαρχείο για την αυτοκεφαλία, δηλαδή τη διοικητική ανεξαρτησία και αυτοτέλεια της μεγάλης Εκκλησίας της Ουκρανίας. Σε ένα καθαρά πραγματιστικό επίπεδο τίθεται το ερώτημα ποιες Εκκλησίες είναι όντως αυτοκέφαλες, δηλαδή ανεξάρτητες, όταν άλλες Εκκλησίες τους πληρώνουν ακόμη και το ηλεκτρικό ρεύμα (που λέει ο λόγος ή, ενίοτε, όχι μόνον ο λόγος).
·     Φανερώνει την εκκλησιολογική και κανονική ένδεια θεολόγων που ξεκίνησαν πολλά υποσχόμενοι, οι οποίοι όμως επιλέγουν τον αυτοεγκλωβισμό σε αναιμικά, ασπόνδυλα ιδεολογήματα και πολιτικές θεωρίες και / ή διακρίνονται από έναν ελιτισμό που δεν διευκολύνει τη σκέψη τους να γονιμοποιήσει την εκκλησιακή πραγματικότητα. Με άλλα λόγια: Είναι άλλο η ευθύνη απέναντι στην ιστορία και άλλο το «να το παίζεις κουλτούρα και ιστορία».
·     Επιβεβαιώνει ότι όσοι υπερομνύουν στο όνομα της Ορθοδοξίας είναι και οι πλέον ύπουλοι εχθροί του μηνύματός της. Σύμπασα η καθώς παρασυναγωγή συμπεριφερόμενη ομάδα των αντιοικουμενιστών, των πολεμίων της Αγίας και Μεγάλης Συνόδου και του Φαναρίου έσπευσε να δώσει γη και ύδωρ στις δυνάμεις που πολεμούν την ανεξάρτητη Εκκλησία της Ουκρανίας, όπως, άλλωστε, αναμενόταν. Στους χώρους τους γίνεται συχνότατα λόγος για την αξία του πατριωτισμού και για την υπηρεσία στα ιερά και τα όσια της Ελλάδας. Καλό θα ήταν, αν όντως σκέφτονται έτσι, να αναρωτηθούν με ειλικρίνεια αν η στάση τους, στάση που ουσιαστικά επιθυμεί τη φαλκίδευση του Οικουμενικού Πατριαρχείου και τη συνέχιση των κάθε λογής εξαρτήσεων των λοιπών ελληνόφωνων Εκκλησιών, είναι εθνικά ωφέλιμη.
·     Δείχνει το ρόλο των μέσων επικοινωνίας στη δημιουργία εντυπώσεων αναντίστοιχων με την πραγματικότητα. Στην Ελλάδα υπερπροβάλλονται, προφανώς όχι με το αζημίωτο, οι θέσεις και του πλέον ασήμαντου εχθρού της ουκρανικής αυτοκεφαλίας, όταν ταυτοχρόνως τηρείται σιγή ιχθύος για τα ουσιαστικά τεκταινόμενα στη νέα Εκκλησία των τόσων εκατομμυρίων πιστών, για τη ζωή και τη θεολογία της, τη σκέψη και τη λατρεία της. Ειδήσεις από τη νέα Εκκλησία δεν είναι μόνο τα υπερτονισμένα καμώματα του υπερενενηντάχρονου Φιλάρετου, αυτά όμως είναι που πρωτίστως συζητώνται και όχι η θεολογική και πνευματική προσφορά, οι καημοί και ο πόνος της νέας Εκκλησίας. Ουσιαστικό εκκλησιαστικό κέρδος της δεξίωσης τόσων πρώην σχισματικών στην κανονικότητα είναι η άρση της καταδίκης στην αορασία που επέβαλε εκ των πραγμάτων η διάσπαση της ενότητας. Με την αποκατάσταση της κοινωνίας έχουμε τη δυνατότητα να δούμε αδελφούς και αδελφές, ολόκληρα εκατομμύρια, που παλιότερα πλήρως αγνοούσαμε. 
·     Αποκαλύπτει τον προβληματικό ρόλο μη ορθόδοξων φίλων ή «φίλων» της Ορθοδοξίας, ειδικών ή «ειδικών» σε αυτή, οι οποίοι ως δήθεν ουδέτεροι παρατηρητές ανακατεύονται στα εσωτερικά της και υποδεικνύουν λύσεις που κανείς δεν τους ζήτησε, αντικείμενοι στο ήθος του οικουμενικού διαλόγου, το οποίο επιβάλλει σεβασμό και κατά κανόνα διακριτική σιγή όταν μία Εκκλησία αντιμετωπίζει προβλήματα. Η κρίση όμως αυτή έδειξε και την ισχυρή δικτύωση αυτών των ανθρώπων στις σλαβικές χώρες, την ώρα που ελάχιστες είναι οι πρωτοβουλίες των ελληνόφωνων Εκκλησιών και των θεολόγων τους για ουσιαστικές επαφές με έναν κόσμο ο οποίος συμβάλλει αποφασιστικά στη διαμόρφωση της διεθνούς εικόνας της Ορθοδοξίας και ο οποίος συχνά ρωτάει με ενδιαφέρον για μια άλλη οπτική. Όπως δείχνει η απουσία από τα διεθνή τεκταινόμενα, μέγα μέρος της ελληνόφωνης θεολογίας διακρίνεται για εσωστρέφεια, καχυποψία, ιδεολογικές αγκυλώσεις και αδυναμία ουσιαστικής επαφής με τη διεθνή συζήτηση. Ευτυχώς, εντός και εκτός Πανεπιστημίων υπάρχουν εξαιρετικές εξαιρέσεις.
·     Εκθέτει όσους επέλεξαν την ιδιοτελή σιγή μέχρι να κατακαθίσει η σκόνη, εκφραζόμενοι μόλις τους τελευταίους μήνες, τώρα που διαφαίνεται ότι τελικά το Οικουμενικό Πατριαρχείο δεν είναι καταδικασμένο στην απαξίωση, παρά βγαίνει κερδισμένο από την υπόθεση της αυτοκεφαλίας: Δημιούργησε τετελεσμένα τα οποία σταδιακά γίνονται αποδεκτά (βλ. συλλειτουργίες αρχιερέων διάφορων Εκκλησιών με ιεράρχες της Εκκλησίας της Ουκρανίας, διεργασίες σε αυτοκέφαλες Εκκλησίες για τη δεξίωση της νέας αυτοκέφαλης Εκκλησίας), ενώ κανείς δεν κατόρθωσε να αμφισβητήσει ριζικά και με εμπράγματες για την πανορθόδοξη οικογένεια συνέπειες το πρωτείο του. Σχετικά εγχειρήματα έπεσαν στο κενό, ενώ φάνηκε ότι και ισχυρότατοι επικριτές του με ανακούφιση είδαν την άσκηση του πρωτείου του εκεί που τους ωφέλησε (βλ. τις αντιδράσεις στο γράμμα του Οικουμενικού Πατριάρχη στο αίτημα της αυτοκεφαλίας από το Μαυροβούνιο). Πού ήταν όμως στα δύσκολα εκείνοι που τώρα ψάλλουν ύμνους στο Φανάρι;
·     Επικυρώνει διαρκώς την ορθότητα του ρητού πως «ουδείς αγνωμονέστερος του ευεργετηθέντος». Πολλοί έσπευδαν στις περιστάσεις, στις θλίψεις και τις ανάγκες τους στο Φανάρι και ωφελήθηκαν από αυτό, για να προδώσουν σήμερα την εμπιστοσύνη του, κουνώντας του μάλιστα και το δάχτυλο. 
·     Ξεμπροστιάζει τη διγλωσσία και την υποκρισία ιεραρχών που συναντώνται προθύμως με ετερόδοξους κληρικούς, ουδέποτε θίγοντας θέμα για το κύρος των χειροτονιών τους. Μήπως, όποτε εύχαρεις συναντούν τον πάπα, πιστεύουν ότι βλέπουν απλώς τον μη έχοντα τη χάρη του αγίου Πνεύματος απλό πολίτη κ. Bergoglio; Ή, αν το πιστεύουν, μήπως του το λένε; Από την άλλη αρνούνται σε μία ολόκληρη Εκκλησία ομοδόξων αυτή τούτη την εκκλησιακή της υπόσταση. Πώς είναι δυνατόν Προκαθήμενος που έχει διαπρέψει σε διάφορες θέσεις του Παγκοσμίου Συμβουλίου Εκκλησιών και ο οποίος επί δεκαετίες διακόνησε θαυμάσια την Ορθοδοξία στην οικουμενική κίνηση μαρτυρώντας για την ανοικτότητά της, να εκφράζει στο ζήτημα των χειροτονιών της ουκρανικής Εκκλησίας μία άκαμπτη, εξκλουσιβιστική εκκλησιολογία, ουσιαστικά αμάρτυρη στην πατερική παράδοση και ξένη προς την πνευματολογία και τη θεολογία της χάριτος της Ορθοδοξίας; Η ιαβέρεια εμμονή στην ακρίβεια δείχνει ότι ελάχιστη έγνοια έχουν κάποιοι για τον καημό εκατομμυρίων χριστιανών που επί δεκαετίες ήσαν αποκομμένοι από την κανονική Ορθοδοξία. Επικαλούνται ελαττώματά τους, τα οποία όμως υφίστανται και στις καθολικά αναγνωρισμένες αυτοκέφαλες Εκκλησίες (π.χ. εθνικισμός), για να δικαιολογήσουν την ακαμψία τους, παραθεωρώντας ότι, μη εφαρμόζοντας την πατερική αρχή της οικονομίας, καταδικάζει κανείς ακόμη πιο έντονα αυτούς τους ανθρώπους στην απομόνωση και στην επίταση της παθολογίας του σχίσματος. Μήπως θα έπρεπε να σκύψουν περισσότερο στον μέγα Βασίλειο και στα όσα γράφει για το σχίσμα; Μήπως θα έπρεπε να συνειδητοποιήσουν εντονότερα το βάθος και την πρόκληση της κυριακής εντολής της ενότητας; «Τίς ἄνθρωπος ἐξ ὑμῶν ἔχων ἑκατὸν πρόβατα, καὶ ἀπολέσας ἓν ἐξ αὐτῶν, οὐ καταλείπει τὰ ἐνενήκοντα ἐννέα ἐν τῇ ἐρήμῳ καὶ πορεύεται ἐπὶ τὸ ἀπολωλὸς ἕως οὗ εὕρῃ αὐτό; καὶ εὑρὼν ἐπιτίθησιν ἐπὶ τοὺς ὤμους αὐτοῦ χαίρων, καὶ ἐλθὼν εἰς τὸν οἶκον συγκαλεῖ τοὺς φίλους καὶ τοὺς γείτονας λέγων αὐτοῖς· συγχάρητέ μοι ὅτι εὗρον τὸ πρόβατόν μου τὸ ἀπολωλός. Λέγω ὑμῖν ὅτι οὕτω χαρὰ ἔσται ἐν τῷ οὐρανῷ ἐπὶ ἑνὶ ἁμαρτωλῷ μετανοοῦντι ἢ ἐπὶ ἐνενήκοντα ἐννέα δικαίοις, οἵτινες οὐ χρείαν ἔχουσι μετανοίας.»(Λουκ. 15: 4-7): Αλήθεια, πότε τα διάβασαν τελευταία φορά τα λόγια τούτα του Χριστού;
·     Ανυψώνει στη συνείδηση όσων έχουν συνείδηση το Οικουμενικό Πατριαρχείο και τον τολμηρό Προκαθήμενό του, που στα ογδόντα σχεδόν χρόνια του προχώρησε σε μία αναγκαία πράξη, για την οποία πέρασε ήδη στην ιστορία. Για την πράξη του αυτή οι επόμενες γενιές θα τον ευγνωμονούν, γελώντας με τα καμώματα των ολίγιστων που, κατά τα άλλα, θα τα καταπιεί η λήθη του χρόνου. Το Οικουμενικό Πατριαρχείο προσβάλλεται από παντού, κατόρθωσε όμως να περάσει τη μεγάλη καταιγίδα αλώβητο, πράγμα διόλου παράδοξο για όποιον γνωρίζει την ιστορία του. Πρόσφατα ασχολήθηκα με το θέμα των «Τουρκορθόδοξων», το οποίο συγκλόνισε το Φανάρι τη δεκαετία του 1920 και κατόπιν. Μπροστά στα όσα έζησε τότε, τα όσα συμβαίνουν σήμερα είναι αστεία. Αλλά και η υπόθεση των περισσότερων άλλων αυτοκεφαλιών ούτε εύκολη, ούτε δίχως προβλήματα υπήρξε. Στο τέλος όμως νίκησε η σύνεση, η κοινή λογική, η Εκκλησία.
***
Ουσιαστικά, και η υπόθεση της ουκρανικής αυτοκεφαλίας κρίθηκε και κερδήθηκε, όπως υποστηρίχθηκε και παραπάνω. Το τίμημα, αλλά και το κέρδος, ήταν όχι η δημιουργία νέων προβλημάτων, αλλά η κατάδειξη υπαρχόντων, τα οποία επιμελώς κρύβονταν κάτω από το χαλί. Όποιος θέλει να διδαχθεί, διδάσκεται από τα όσα σήμερα συμβαίνουν και τα οποία θα μπορούσαν μακροπρόθεσμα να αποδειχθούν ωφέλιμα για την Ορθοδοξία και το μέλλον της.


Τετάρτη 4 Σεπτεμβρίου 2019




ΠΑΤΡΑ, ΓΕΡΜΑΝΙΑ ΚΑΙ ΟΥΚΡΑΝΙΑ
Η εν Ελλάδι εχθρότητα προς το Οικουμενικό Πατριαρχείο 
και ο π. Αναστάσιος Γκοτσόπουλος

Στο πλέον πρόσφατο τεύχος (35/27.08.2019) της εβδομαδιαίας έκδοσης «Οικουμενική Πληροφορία» („ÖkumenischeInformation“), στη σελίδα 6, φιλοξενείται ημισέλιδο άρθρο με τίτλο «Ελληνική Εκκλησία πριν την αναγνώριση της Αυτοκεφαλίας της Ουκρανίας» („GriechischeKirchevorAnerkennungderUkraine-Autokephalie“). Το δημοσίευμα είναι ανυπόγραφο, όπως είθισται με όλες τις σύντομες ειδήσεις που συγκεντρώνονται στο περιοδικό αυτό, το οποίο εκδίδει το «Καθολικό Πρακτορείο Ειδήσεων» („KatholischeNachrichten-Agentur“) σε σύνδεση με το Ινστιτούτο Johann-Adam-Möhlerκαι το οποίο αποτελεί μία από τις κυριότερες γερμανόφωνες δημοσιογραφικές πηγές πληροφόρησης για ζητήματα οικουμενικής κίνησης και διαθρησκειακού διαλόγου. Έμπειροι δημοσιογράφοι καταγράφουν, μεταξύ άλλων, συστηματικά τις εξελίξεις στο χώρο της Ορθοδοξίας. Όπως θα ανέμενε κανείς, σχεδόν σε κάθε τεύχος δημοσιεύονται ενδιαφέρουσες πληροφορίες και οξυδερκή κριτικά σχόλια περί το ουκρανικό ζήτημα. 
Στην πρώτη παράγραφο του άρθρου καταγράφεται η μνημόνευση του Κιέβου Επιφανίου κατά τη Θεία Λειτουργία της 24ηςΑυγούστου στον Ιερό Ναό Αγίου Διονυσίου Ζακύνθου, όπου συλλειτούργησαν επτά Μητροπολίτες της Εκκλησίας της Ελλάδος και δύο του Πατριαρχείου Αλεξανδρείας.
Στη δεύτερη γίνεται αναφορά στην αναμενόμενη ενασχόληση της Διαρκούς Ιεράς Συνόδου της Εκκλησίας της Ελλάδος με το ουκρανικό ζήτημα τον Αύγουστο (το τεύχος είχε τυπωθεί προτού ολοκληρωθούν οι εργασίες της), αλλά και τις αντίστοιχες προοπτικές που διαγράφονται σε άλλες Αυτοκέφαλες Εκκλησίες.
Η τρίτη θέτει το ζήτημα ορισμένων εν Ελλάδι αντιδράσεων στην ουκρανική Αυτοκεφαλία. «Ωστόσο διατηρείται περαιτέρω στην Ελλάδα επίσης και εχθρότητα ενάντια στην „ουκρανική λύση“ του Οικουμενικού Πατριάρχη» („Allerdings hält sich in Griechenland weiter auch Feindseligkeit gegen die Ukraine-Lösung“ des Ökumenischen Patriarchen“), παρατηρεί στην εισαγωγική του πρόταση ο δημοσιογράφος, για να συνεχίσει ευθύς αμέσως: «Έτσι, στη Μητρόπολη της Πάτρας συγκρίνει ένας πρωτοπρεσβύτερος Αναστάσιος Γκοτσόπουλος τις δηλώσεις του Βαρθολομαίου Α´ κατά την επίσκεψή του στο Κίεβο πριν από 11 χρόνια με τη θεμελίωση που παραθέτει σήμερα υπέρ της ουκρανικής Αυτοκεφαλίας» (η υπογράμμιση του συντάκτη του γερμανικού άρθρου· στο πρωτότυπο: „So vergleicht in der Metropolis von Patras ein Erzpriester Anastasios Gotsopoulos die Aussagen von Bartholomaios Ibei seinem Besuch in Kiew vor elf Jahren mit der Begründung,  die er heute zugunsten der ukrainischen Autokephalie anführt). Το σύντομο άρθρο κλείνει, δίχως περαιτέρω σχόλιο, με μία σύνοψη θέσεων που διατυπώνει ο κληρικός Αναστάσιος Γκοτσόπουλος και που είναι γνωστές στο ελληνόφωνο κοινό από το δημοσίευμά του «Απλές ερωτήσεις κατανόησης κειμένου». 
Επισημαίνω πως στο άρθρο δεν γίνεται λόγος απλώς για κριτική, αλλά για «εχθρότητα» προς τη λύση που εφάρμοσε στην Ουκρανία ο Οικουμενικός Πατριάρχης. Σημειώνω πως η λέξη „Feindseligkeit“ είναι ιδιαιτέρως ισχυρή, ενίοτε μάλιστα αποδίδεται και ως «εχθροπραξία» (βλ. PONSKompaktwörterbuch GriechischPONS GmbHStuttgart2015, 975). 
Ενδιαφέρον δεν έχει μόνο η εισαγωγική παρατήρηση, αλλά και το παράδειγμα που δίνεται για την τεκμηρίωση αυτής της εχθρότητας - και όχι απλώς κριτικής: Ο π. Αναστάσιος Γκοτσόπουλος. Επίσης, μνημονεύεται όχι η γεωγραφική, αλλά η εκκλησιαστική αναφορά του προαναφερθέντος πρωτοπρεσβυτέρου: Όχι η Πάτρα, αλλά η Μητρόπολη Πατρών, ως οντότητα όπου εκδηλώνεται μία τέτοια εχθρότητα. Άραγε όσοι ασκούν κριτική στον Πρωτοπρεσβύτερο Αναστάσιο Γκοτσόπουλο για τη στάση του απέναντι στο Οικουμενικό Πατριαρχείο, αλλά και στον προϊστάμενό του Σεβασμιώτατο Μητροπολίτη Πατρών κ. Χρυσόστομο για τη σιωπή του, σφάλλουν; Και αν σφάλλουν, μήπως τουλάχιστον θα έπρεπε να προβληματίσει, τουλάχιστον ποιμαντικά, η εικόνα που δίνουν και στο εξωτερικό συμπεριφορές και δημοσιεύματα του εφημερίου του Ι. Ν. Αγίου Νικολάου Πατρών;  

Σημείωση: 
Ευχαριστώ το «Καθολικό Πρακτορείο Ειδήσεων» για την άδεια δημοσίευσης των αποσπασμάτων του άρθρου. Για μια ενδεικτική κριτική της σκέψης του π. Αναστασίου, όπως αυτή κατ᾽ εξοχήν εκδηλώνεται σε διαδικτυακές του παρεμβάσεις, παραπέμπω στο άρθρο μου «Μασονία, Οικουμενικό Πατριαρχείο και Αγία Σύνοδος. Σχόλιο στην είδηση μιας αγωγής» (το οποίο προηγείται μεν των συμβολών του στο ουκρανικό, θέτει όμως ερωτήματα για τις εν γένει προϋποθέσεις της θεολογίας του και επισημαίνει μία κρίση της ΑΘΠ, του Οικουμενικού Πατριάρχη για τους εναντιούμενους στην Αγία και Μεγάλη Σύνοδο, εν οις και ο π. Γκοτσόπουλος, συνάγοντας και κάποια σχετικά κανονικά ερωτήματα). Στις πρόσφατες «Ερωτήσεις» του Αχαιού κληρικού απάντησε εύστοχα ο αρχιμανδρίτης Ρωμανός Αναστασιάδης εδώ και εδώ.

Τρίτη 18 Ιουνίου 2019



Ο ΠΡΩΗΝ ΚΙΕΒΟΥ ΦΙΛΑΡΕΤΟΣ ΜΕΤΑΞΥ ΘΕΟΛΟΓΙΑΣ ΚΑΙ ΒΙΟΛΟΓΙΑΣ



Από την ανακήρυξη της ανεξαρτησίας της Ουκρανίας εκδηλώθηκε συστηματικά προσπάθεια στραγγαλισμού της επιθυμίας του εκκλησιαστικού πληρώματος της χώρας αυτής για τη χορήγηση αυτοκεφαλίας. Η δίωξη των αιτούντων μία πέρα από πατερούλια δεσμά εκκλησιαστική διοίκηση εκφράστηκε με την υποκριτική δαιμονοποίηση του πάλαι ποτέ μητροπολίτη Κιέβου Φιλάρετου. Ο ως σατανάς παρουσιάζομενος ιεράρχης υπήρξε επί δεκαετίες εκλεκτός του σοβιετικού καθεστώτος, εξ ίσου αποδεκτός όσο και οι μεταγενέστεροι πολέμιοί του. Επιλέγοντας το δρόμο της απόσχισης από τη Μόσχα δεν υπήρξε ούτε ο πρώτος, ούτε ο τελευταίος στη διάπραξη αντικανονικών ενεργειών. Το γεγονός όμως ότι μια εξαιρετικά μεγάλη μερίδα του ουκρανικού λαού τον ακολούθησε στις ακανθώδεις ατραπούς του, σημαίνει ότι, πέρα από το ατομικό του καπρίτσιο, ο άνθρωπος αυτός εξέφραζε το αίτημα ενός ευρέως φάσματος χριστιανών. Μια ορισμένη προπαγάνδα  τον παρουσιάζει με τα πιο μελανά χρώματα, όμως για μεγάλο μέρος του λαού της είναι ένας εθνικός ήρωας. 

Ο πρώην Κιέβου Φιλάρετος είναι ένας δύσκολος άνθρωπος, ζυμωμένος με τα πρότυπα μιας περασμένης εποχής και μαθημένος επί δεκαετίες να κυριαρχεί μονοκρατορικά. Η κατάσταση του σχίσματος τον έκανε δυσκολότερο. Κι αυτό ακριβώς δίνει αφορμή να εκτιμήσει κανείς τη σοφία του Οικουμενικού Πατριαρχείου, το οποίο εξάντλησε κάθε περιθώριο οικονομίας, ώστε να επαναφέρει τόσο αυτόν, όσο και το υπ᾽ αυτόν ποίμνιο στην κανονική Εκκλησία. Η μακρόχρονη παραμονή στο σχίσμα αλλοτριώνει. Η δεξίωση στην Εκκλησία ανοίγει τον ορίζοντα και ελευθερώνει. Εκείνοι που κατηγορούν τον Φιλάρετο ας ασκήσουν την αυτοκριτική τους για την αντιχριστιανική στάση τους που οδήγησε τον άνθρωπο αυτόν, και όχι μόνο, στα όρια της ασφυξίας. Το Οικουμενικό Πατριαρχείο έσωσε εκατομμύρια ανθρώπων από την αλλοτρίωση της απομόνωσης.

Το γεγονός ότι πλείστοι προκαθήμενοι και υπ᾽ αυτούς ιεράρχες επικαλούνται τις εκκρεμότητες ενός ενενηντάχρονου για να αρνηθούν να δεξιωθούν στις Εκκλησίες τους εκατομμύρια ανθρώπων, λες και ένας λαός πρέπει να καταδικάζεται στη στέρηση του Κυρίου εξ αιτίας των αδυναμιών ενός γηραιού κληρικού, είναι ντροπή, είναι σκάνδαλο και είναι υποκρισία, ξεγυμνώνει δε πολλούς υπερπροβεβλημένους αγαπολόγους της φαντασμαγορικής ευκολίας. Η αγάπη δεν φαίνεται στα απλά και ανώδυνα. Η αγάπη φαίνεται στη στάση απέναντι στον πόνο, στη βρωμιά, στην αμαρτία. Φαίνεται πως αγαπάς αληθινά όταν σκύβεις το χέρι σου όχι στον παρφουμαρισμένο και άρτιο, αλλά σε αυτόν που σε αηδιάζει, με τα χυμένα του αίματα, με το πύον του, με τη μπόχα του, με τα αμαρτήματά του.

Ο πρώην Κιέβου Φιλάρετος δυσκολεύεται να προσαρμοστεί στη νέα κατάσταση της εν Ουκρανία Αυτοκέφαλης Εκκλησίας. Τον τελευταίο καιρό λέει ρήματα άρρητα, τα οποία υπερπροβάλλουν οι αρνητές της ουκρανικής αυτοκεφαλίας και τα φερέφωνά τους (και εν Ελλάδι: η κρίση της Ουκρανίας δείχνει ότι έχουμε γεμίσει με προδότες, κληρικούς και λαϊκούς, θεολόγους και λοιπούς). Τα ρήματα αυτά είναι τα ρήματα ενός απεγνωσμένου ενενηντάχρονου, με σαφώς περιορισμένη επαφή με τον κόσμο. Είναι βέβαιο πως τα εγχειρήματά του θα έχουν περιορισμένη απήχηση. Το ένστικτο της αυτοσυντήρησης και η κοινή λογική θα αποτρέψουν από σοβαρά σχίσματα. Η αποστασιοποίηση της Εκκλησίας της Ουκρανίας από τον πρώην Κιέβου αποδυναμώνει επί της ουσίας όσους τον επικαλούνται ως άλλοθι της δειλίας, της φιλαργυρίας ή της προδοσίας τους.
Ενδείκνυται η εξάντληση της υπομονής και της εκκλησιαστικής οικονομίας για τον γέροντα αυτόν, ο οποίος ευτύχησε, ύστερα από μεγάλη περιπέτεια, να επιστρέψει στην κανονική Εκκλησία. Θα ήταν καλό μέσα σ᾽ αυτήν να κλείσει τα μάτια του. Ίσως ακούγεται κυνικός, ο παρακάτω ισχυρισμός όμως κρύβει μία έγνοια: Ο πρώην Κιέβου Φιλάρετος βρίσκεται πλέον πολύ λιγότερο στα χέρια της θεολογίας και ουσιαστικά σε εκείνα της βιολογίας.

Δευτέρα 20 Μαΐου 2019

ΓΕΝΝΑΙΟΔΩΡΙΑ ΚΑΙ ΟΡΑΜΑ
Για τα ογδοντάχρονα του Αλέξανδρου κ. Παπαδερού

   Κάθε ευγνώμων αναφορά στον Αλέξανδρο Κ. Παπαδερό παραπέμπει συνειρμικά στο όραμα μιας θεολογικά γόνιμης, οικουμενικά ανοικτής και διαλογικά γενναιόδωρης Ορθοδοξίας. Το συγγραφικό έργο και η εν γένει πολυσχιδής δραστηριότητα του διακεκριμένου λογίου της Κρήτης μαρτυρούν ότι η έγνοια για τη μεταφρασιμότητα της Παράδοσης στη γλώσσα του σήμερα αποτελεί απαραίτητο όρο για την ουσιαστική ανάδειξη της σώζουσας δυναμικής του Ευαγγελίου της Εκκλησίας. Στη σκέψη και στην πράξη του Παπαδερού η Παράδοση δεν λειτουργεί ως το άλλοθι μιας ναρκισσιστικής και ομφαλοσκοπικής πνευματικής οκνηρίας. Αντίθετα, μας συναντά ως νήφουσα διερώτηση των κλειστοφοβικών βεβαιοτήτων μας, ως πρόκληση συνετής δημιουργικότητας και ως δωρεά που χαρίζεται δίχως μικροψυχία στον εκάστοτε Άλλον, στο πλαίσιο ενός διαλόγου ανοιχτού, ειλικρινούς και ανεξάντλητου.
   Ο Αλέξανδρος Παπαδερός γεννήθηκε το 1933 στον Λιβαδά Σελίνου Κρήτης. Παιδί ακόμη συνέβαλε ενεργά, κατά το μέτρον της ηλικίας, στον αντιστασιακό αγώνα. Μετά την καταστροφή του χωριού του συνελήφθη μάλιστα από τους Ναζί και φυλακίστηκε στην Αγιά (1943). Φοίτησε στην Εκκλησιαστική Σχολή Κρήτης (1946-52) και στη συνέχεια στη Θεολογική Σχολή Θεσσαλονίκης (1952-1956), εμβαθύνοντας και επεκτείνοντας περαιτέρω τις σπουδές του σε ποικίλα αντικείμενα (θεολογία, φιλοσοφία, θρησκειολογία, παιδαγωγικά, κ.ά.) στο Mainz της Γερμανίας. Εκεί ειδικεύτηκε στη Συγκριτική Επιστήμη των Πολιτισμών και αναγορεύτηκε διδάκτορας της Φιλοσοφίας (1962). Επιστρέφοντας στην Ελλάδα διορίστηκε στο Παιδαγωγικό Ινστιτούτο (1965), αποχωρώντας τελικά το 1999 ως Σύμβουλος, έχοντας διανύσει μια ευδόκιμη, όσο και περιπετειώδη θητεία (π.χ. απόλυση από τη χούντα το 1967).
   Μαζί με τον τότε Μητροπολίτη Κισάμου και Σελίνου Ειρηναίο Γαλανάκη ίδρυσαν την Ορθόδοξο Ακαδημία Κρήτης, η οποία εγκαινιάστηκε το 1968. Ο Παπαδερός υπηρέτησε έως το 2008 ως ο πρώτος Γενικός Διευθυντής της. Στις τέσσερεις δεκαετίες της θητείας του διοργανώθηκαν ή φιλοξενήθηκαν στους χώρους του Ιδρύματος αυτού αμέτρητες εκδηλώσεις και συνέδρια, τοπικά, πανελλήνια και διεθνή. Προγράμματα εισαγωγής στην Ορθοδοξία ή στην πολιτισμική παράδοση της Κρήτης, προγράμματα για την τέχνη και τη νεολαία έδωσαν σε χιλιάδες ανθρώπων την ευκαιρία μιας καρποφόρας εξοικείωσης με τις αντίστοιχες θεματικές. Πρωτίστως όμως καλλιεργήθηκε εκεί ένα διαλογικό ήθος, εμπνεόμενο από την αρχοντικά παραδοσιακή πνευματικότητα του Οικουμενικού Πατριαρχείου και ριζωμένο στην εγκαρδιότητα της αφειδώλευτης κρητικής φιλοξενίας. Σπουδαίες σελίδες της ιστορίας της νεότερης ορθόδοξης θεολογίας, της οικουμενικής κίνησης και των κρητικών γραμμάτων γράφτηκαν στο πολλαχώς ηλιόλουστο Κολυμπάρι, σε ένα πλαίσιο που εν πολλοίς συγκρότησαν οι ρεαλιστικοί οραματισμοί και η δημιουργική τόλμη του Αλέξανδρου Παπαδερού, ο οποίος ευτύχησε να στηριχθεί σε ακαταπόνητους συνεργάτες. Η αυτοθυσία των τελευταίων έδωσε σάρκα και οστά σε ποικίλα απαιτητικά εγχειρήματα (βλ. Αλέξανδρος Παπαδερός, Ορθόδοξος Ακαδημία Κρήτης. Τα πρώτα σαράντα χρόνια, Αθήνα 2011).
   Το συγγραφικό του έργο αριθμεί περισσότερες από 450 εργασίες -μονογραφίες, άρθρα, κ.λπ.- δημοσιευμένες στα ελληνικά και σε ξένες γλώσσες, καλύπτοντας μια ευρύτατη ποικιλία θεμάτων. Πολλές από αυτές τις δημοσιεύσεις έχουν αναρτηθεί στην προσωπική του ιστοσελίδα alexandros.papaderos.org.
   Στη διδακτορική του διατριβή για την κοραϊκή «Μετακένωση» (γερμ. 1962, ελλ. 2010) ανέδειξε καθοριστικές πτυχές της συζήτησης για την ιδιοπροσωπία του νέου Ελληνισμού στο 19ο αιώνα δίχως να εγκλωβιστεί στον επιπόλαιο μανιχαϊστικό αντιδυτικισμό που χαρακτηρίζει δημοφιλή θεολογικοϊστορικά περί Ρωμηοσύνης ιδεολογήματα.
   Σε μια σειρά καίριων συγγραφικών συμβολών στη διεθνή συζήτηση περί του οικουμενικού διαλόγου πρόβαλε τη θεολογική συνέπεια της πατερικής παράδοσης, μεταγράφοντάς τη σε μια γλώσσα εύληπτη για το σήμερα και ελπιδοφόρα για το αύριο του χριστιανισμού. Από τις νευραλγικές θέσεις σε οικουμενικούς οργανισμούς τις οποίες κατέλαβε (π.χ. μέλος της Κεντρικής Επιτροπής του Συμβουλίου Ευρωπαϊκών Εκκλησιών [CEC-KEK] από το 1974 έως το 2003 και Πρόεδρος αυτού [1992-1993]) παρουσίασε την Ορθοδοξία ως την Εκκλησία με την κατ’ εξοχήν δυναμική ανακαινίσεως του κόσμου, ακριβώς διότι αυτή διασώζει τη στοιχειακή αυθεντικότητα των πατερικών κριτηρίων, αλλά και διότι σφυρηλατεί την ιδιοπροσωπία της πάνω στον πόνο και στη γενναιοδωρία της ιστορίας της. Η συμβολή του στον σημαντικό τόμο Προοπτικές οικουμενικής κοινωνικής ηθικής (γερμ. 2005, αγγλ. 2012) συνιστά απτό δείγμα μιας ανανεωτικής ορθόδοξης προσέγγισης των σχετικών ζητημάτων.
   Η ευρύτητα του ορίζοντα του Αλέξανδρου Παπαδερού όχι μόνο δεν σημαίνει απεμπόληση της κρητικής του ρίζας, αλλά συνιστά περαιτέρω κατάφαση και αύξησή της. Γενικά, η διάθεση δωρεάς στον εκάστοτε Άλλο μάς παρωθεί να αναμετράμε ολοένα το βιος μας: τι πολύτιμο έχουμε και τι θέλουμε να μοιραστούμε. Σε αυτό το πνεύμα, ο Παπαδερός, τόσο σε πλήθος μελετημάτων του, όσο και με τη δράση του σε καταξιωμένους φορείς (π.χ. Εταιρία Κρητικού Θεάτρου, της οποίας υπήρξε ο πρώτος αιρετός πρόεδρος), συνέβαλε στην εξόρυξη κρητικού μεταλλεύματος πολυτίμητου, αποστασιοποιούμενος από τη φαιδρή γραφικότητα του πομπώδους τοπικισμού ή την κακογουστιά πολλών κατά καιρούς ιθυνόντων του τουρισμού. Μια ματιά στην εργογραφία του υποψιάζει για την ποιότητα της σχετικής προσφοράς.
  Ο Αλέξανδρος Παπαδερός, ο κύριος Αλέκος για τους πάμπολλους ανά τον κόσμο φίλους του, συνεχίζει να εκπλήσσει με μια νεότητα που, ευτυχώς, δεν λέει να τον εγκαταλείψει, έστω κι αν σήμερα, 9 Φεβρουαρίου 2013, γίνεται 80 ετών. Για τη φρεσκάδα του βλέμματος, την αντισυμβατικότητα των πρωτοβουλιών και την τόλμη των ανοιγμάτων του αισθάνεται κανείς ευγνώμων, καθώς αυτές εμπνέονται συνετά από τη σοφία της παράδοσης της Μεγάλης του Χριστού Εκκλησίας και την ανθρώπινη ζεστασιά της Μεγαλονήσου.
   Συνευχόμενοι με την Α.Θ.Π. τον Οικουμενικό Πατριάρχη κ.κ. Βαρθολομαίο «δεόμεθα του Κυρίου όπως διαφυλάσσει τον […] Άρχοντα Υπομνηματογράφον του Θρόνου [σ.σ.: το σχετικό οφίκιο τού απονεμήθηκε το 1968] εν ακλονήτω υγιεία επί έτη πολλά, ίνα συνεχίση μετά του ιδίου πάντοτε σφρίγους το προς την Εκκλησίαν και το Γένος πολύτιμον αυτού διακόνημα» (πατριαρχικό Γράμμα που αναγνώστηκε σε τιμητική εκδήλωση για τον σήμερα εορτάζοντα και δημοσιεύτηκε στον τόμο Η Κρήτη τιμά τον Αλέξανδρο Κ. Παπαδερό, έκδοση Φιλολογικού Συλλόγου «Ο Χρυσόστομος», Χανιά 2011, σ. 11).
 Πρώτη δημοσίευση:  amen.gr,  9.2.2013
Δημοσιεύτηκε  την ίδια ημέρα και στην  εφημερίδα «Αγώνας της Κρήτης»:  https://agonaskritis.gr/γενναιοδωρία-και-όραμα/  

Τετάρτη 27 Φεβρουαρίου 2019

ΓΙΑ ΤΙΣ ΝΕΕΣ ΡΩΣΙΚΕΣ ΜΗΤΡΟΠΟΛΕΙΣ



Η Εκκλησία της Ρωσίας αποφάσισε να δημιουργήσει τέσσερεις νέες Μητροπόλεις στην Ασία, σε περιοχές οι οποίες ποιμαίνονται ήδη από αρχιερείς του Οικουμενικού Πατριαρχείου. Η απόφαση αυτή ερμηνεύεται ως δηλωτική αντιποίνων εναντίον της Εκκλησίας της Κωνσταντινουπόλεως για τις αποφάσεις της αναφορικά προς την Ουκρανία. Ρώσοι κληρικοί δεν αρνούνται τη συνάφεια προς τα γεγονότα αυτά, ομολογούν όμως ότι ούτως ή άλλως αρνούνται την ερμηνεία που δίνει το Οικουμενικό Πατριαρχείο στον 28ο κανόνα της Δ´ Οικουμενικής Συνόδου (δικαιοδοσία «εν τοις βαρβαρικοίς»), μη έχοντας πρόβλημα με τις παράλληλες δικαιοδοσίες και επικαλούμενοι τις ανάγκες διαποίμανσης των Ρώσων κατοίκων των περιοχών όπου ιδρύονται επισκοπές. 
Η πικρία για τις ρωσικές αποφάσεις είναι κατανοητή. Έστω και αν μόνο εν μέρει αληθεύει, είναι λυπηρό να ιδρύεις επισκοπές για να «τιμωρήσεις» μία Εκκλησία.
Ωστόσο, πιστεύω ότι δεν πρέπει να υπερτονίζουμε τη σύνδεση των εξελίξεων αυτών με το ουκρανικό πρόβλημα, θεωρώντας πως δήθεν αυτό είναι η αποκλειστική τους αιτία. Η ίδρυση νέων δομών από πλευράς της Εκκλησίας της Ρωσίας ήταν θέμα χρόνου. Άλλωστε, δεν είναι μόνο αυτή που δημιουργεί ανά τον κόσμο νέες επισκοπές, παρά την ύπαρξη επισκόπου (ή επισκόπων) άλλης δικαιοδοσίας στα μέρη όπου επεμβαίνει. 
Με τον τρόπο αυτό παραβιάζεται η εκκλησιολογική αρχή της δημιουργίας επισκοπών στη βάση γεωγραφικών και όχι εθνικών κριτηρίων. Ποια όμως Ορθόδοξη Εκκλησία είναι άμοιρη ευθυνών για την εξέλιξη αυτή; Σε αντίθεση προς την παράδοση και τη θεολογία μας έχουμε όχι τοπικές, αλλά εθνικές Εκκλησίες, οι οποίες μεριμνούν υπερβολικά για την εθνική συνείδηση των πιστών τους. Και αν αυτό είναι κάπως αναμενόμενο στις παραδοσιακά ορθόδοξες και εθνικά ομογενείς χώρες, τα πράγματα δυσκολεύουν στη διασπορά, όπου οι Εκκλησίες λειτουργούν έντονα ως φορείς καλλιέργειας της εθνικής ενότητας. 
Αν στο μέρος όπου ζεις δεν υπάρχει ενορία που να υπάγεται άμεσα σε εκκλησιακή δομή αναφερόμενη στο έθνος όπου ανήκεις, είσαι υποχρεωμένος να ζεις ως πιστός δεύτερης ή τρίτης κατηγορίας. Αν είσαι Έλληνας και δεν υπάρχει κοντά σου ελληνική ενορία, παρά σερβική ή ρωσική, π.χ., αντί να ακούς πρωτίστως για την Ανάσταση, βλέπεις σημαίες, ακούς εθνικούς ύμνους και τραγούδια πατριωτικά των χωρών αυτών και νιώθεις πως ουδείς ενδιαφέρεται να σε εντάξει στη ζωή της ενορίας. Τα ίδια ακριβώς κάνουν και οι Έλληνες σε περιπτώσεις όπου αυτοί αποτελούν την πλειοψηφία, οπότε θύματα αυτής της συμπεριφοράς είναι Ορθόδοξοι από άλλες παραδόσεις, αν δεν υπάρχει ενορία της Εκκλησίας τους κοντά. Ξέρω πως υπάρχουν εξαιρέσεις, η νοοτροπία όμως παραμένει νοοτροπία. Ας μην κρυβόμαστε πίσω από το δάχτυλό μας. Και ας μη διαρρηγνύουμε τα ιμάτιά μας για τις πρακτικές των Ρώσων, όταν αυτά τα πράγματα γίνονται εδώ και δεκαετίες από όλες σχεδόν τις Ορθόδοξες Εκκλησίες.