Σάββατο 15 Δεκεμβρίου 2018

Η ΕΝΩΤΙΚΗ ΣΥΝΟΔΟΣ 
ΚΑΙ Ο ΝΕΟΣ ΠΡΟΚΑΘΗΜΕΝΟΣ 
ΤΗΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ ΤΗΣ ΟΥΚΡΑΝΙΑΣ

Ανήμερα του αγίου Ελευθερίου (με το νέο ημερολόγιο) η νεοσύστατη Αυτοκέφαλη Εκκλησία της Ουκρανίας εόρτασε τη θεσμική ελευθερία της με τη σύγκλιση της Ενωτικής Συνόδου, την έγκριση του Καταστατικού της Χάρτη και την εκλογή του Προκαθημένου της Μητροπολίτη Κιέβου κ. Επιφανίου. Η σημαντική αυτή εξέλιξη θα στεφθεί με τη συλλειτουργία του νεοεκλεγέντος με την Αυτού Θειοτάτη Παναγιότητα, τον Οικουμενικό Πατριάρχη κ. Βαρθολομαίο. Ο Προκαθήμενος της Ορθοδοξίας θα επιδώσει στον κ. Επιφάνιο πανηγυρικά τον Τόμο της Αυτοκεφαλίας, στις 6 Ιανουαρίου 2019. Με τον τρόπο αυτό δεν θα επέλθει η τελεία λύση του ουκρανικού δράματος, όμως θα στερεωθούν έτι περαιτέρω οι θεσμικές-κανονικές βάσεις για την οριστική υπέρβασή του. Μια εποχή αβεβαιότητας τελειώνει.
Όποιος παρακολουθεί τους τελευταίους μήνες τα τεκταινόμενα στην Ουκρανία διαπιστώνει την ορθότητα της θέσης του Μακ. Αρχιεπισκόπου Αλβανίας κ. Αναστασίου, ο οποίος παραλληλίζει τη διαδικασία της χορήγησης Αυτοκεφαλίας στην πολύπαθη αυτή Εκκλησία με πορεία σε ναρκοπέδιο. Ακριβώς όμως γι᾽ αυτό παρενέβη το Οικουμενικό Πατριαρχείο. Ο συντονιστής της όρθόδοξης ενότητας δεν υπάρχει μόνο για να ποζάρει στο κέντρο της ομαδικής φωτογραφίας και να ακούει κοινοτοπίες για τους ακατάλυτους δεσμούς των Ορθοδόξων Εκκλησιών, οι οποίες διαψεύδονται εκ των πραγμάτων σε κάθε κρίση. Στην Ορθοδοξία δεν υφίσταται Πάπας με το εύρος των δικαιοδοσιών του Επισκόπου Ρώμης, υπάρχει όμως Πρώτος. Γνώρισμα, αλλά και καθήκον του Πρώτου είναι όχι απλώς να επευλογεί μια αληθινή ή φαντασιακή πανορθόδοξη αρμονία (όσοι περιορίζουν το ρόλο του σε αυτό εκφράζουν μια είτε ιδιοτελή είτε τελείως ουτοπική αντίληψη της Εκκλησίας), αλλά να προπορεύεται. Αναζητάει τη συμφωνία, αναλαμβάνει όμως και τις ευθύνες του απέναντι στην ιστορία και εναντίον εκείνων που κάνουν παράχρηση ενός πραγματικού ή υποτιθέμενου δικαιώματος βέτο για να οδηγούν επί δεκαετίες τα ορθόδοξα πράγματα στην παράλυση. Ο ποιμένας δεν καμαρώνει απλώς τα πρόβατά του. Παίρνει και αποφάσεις, ενίοτε επώδυνες, πλην όμως αναγκαίες για αυτά. Ο ποιμένας είναι ποιμένας όταν είναι σε θέση να κόβει γόρδιους δεσμούς, όπως αυτός της Ουκρανίας. Και το έκανε στην πλέον ενδεδειγμένη στιγμή, όταν η πολεμική ένταση μεταξύ Ρωσίας και Ουκρανίας έφτασε τα πράγματα στο απροχώρητο και όταν η στάση της Εκκλησίας της Μόσχας έναντι της Αγίας και Μεγάλης Συνόδου κατέδειξε την ουσιαστική απροθυμία της μεγάλης σλαβικής Εκκλησίας να συμβάλει σε μία συνοδική λύση του ζητήματος αυτού. Όσοι ρωτούν «Γιατί τώρα;» και «Γιατί με αυτή τη μέθοδο;» μάλλον είναι αφελείς ή ρωτούν εκ του πονηρού.
Διαβάζοντας τόσο κείμενα δημοσιευμένα τύποις, όσο και αναρτήσεις στις ιστοσελίδες πρακτορείων εκκλησιαστικών ειδήσεων και στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, διαπιστώνει κανείς ότι μέχρι κυριολεκτικά την τελευταία στιγμή έλπιζαν ορισμένοι πως η Ενωτική Σύνοδος δεν θα λάβει χώρα, πως όλα θα τιναχτούν στον αέρα. Η πραγματικότητα τους διέψευσε, ξεγυμνώνοντας και τις ψευδείς «ειδήσεις» (fakenews), αλλά και αποκαλύπτοντας ότι οι φύλακες της ορθόδοξης ενότητας έχουν γνώση, σοφία για λεπτές διαπραγματεύσεις, όπως και πυγμή για να επιβάλουν τις θέσεις τους όταν και όπως πρέπει. Ο υπερτονισμός, φερ᾽ ειπείν, και η δραματοποίηση δηλώσεων του Μητροπολίτη πρώην Κιέβου Φιλάρετου τις τελευταίες ημέρες παράβλεπε το γεγονός πως το διακύβευμα της συγκρότησης μίας κανονικής Αυτοκέφαλης Εκκλησίας υπερέβαινε κατά πολύ τις έγνοιες και τις φιλοδοξίες του υπερήλικα ιεράρχη, οπότε και οι τελευταίες δεν θα μπορούσαν να τορπιλίσουν τη δυναμική που εν τέλει οδήγησε στη Σύνοδο. Προς τιμήν του γέροντα Μητροπολίτη πρέπει να ειπωθεί ότι έδειξε πνεύμα διαλλακτικό και ρεαλιστικό, εισήλθε στη Σύνοδο χωρίς το πατριαρχικό κουκούλιο και δεχόμενος τις προϋποθέσεις της Κωνσταντινουπόλεως. Ανεξαρτήτως του πώς κρίνει κανείς την πορεία του τα τελευταία 27 χρόνια, η στάση του ανήμερα της Συνόδου υπήρξε επαινετέα και ανταμείφθηκε με την εκλογή στενού του συνεργάτη στην ηγεσία της νεοσύστατης Εκκλησίας.
Ο νέος Μητροπολίτης Κιέβου Επιφάνιος είναι εξαιρετικά νέος στην ηλικία (39 ετών). Η επιλογή αυτή εγκυμονεί τον κίνδυνο της απειρίας και δεν αποκλείει το ενδεχόμενο πολλοί να προσπαθήσουν να ποδηγετήσουν τον νέο Προκαθήμενο. Η θητεία του όμως δίπλα στον πρώην Κιέβου Φιλάρετο καθησυχάζει ως προς τον τομέα της διοίκησης. Ο Μητροπολίτης Επιφάνιος ανέλαβε νωρίς απαιτητικές θέσεις και έζησε δύσκολες καταστάσεις και σκληρές διαπραγματεύσεις, οπότε η εμπιστοσύνη των ιεραρχών που έλαβαν μέρος στη Σύνοδο δεν φαίνεται αδικαιολόγητη. Το γεγονός ότι είναι ελληνομαθής συνιστά ένα σημαντικό προσόν, ώστε να δύναται να αντιλαμβάνεται τις έγνοιες τόσο της ελληνόφωνής, όσο και της σλαβικής (φυσικά και της ρωσικής!) Ορθοδοξίας και να λειτουργεί γεφυροποιητικά.
Η ανάδειξη ενός στενού συνεργάτη του Μητροπολίτη Φιλάρετου θα αποθαρρύνει φυγόκεντρες δυνάμεις, οι οποίες τις τελευταίες ημέρες εκφράστηκαν ποικιλοτρόπως, ιδίως μάλιστα με τις πρόσφατες συνάξεις των αρχιερέων του λεγόμενου «Πατριαρχείου Κιέβου», των οποίων κεντρικά αιτήματα εν τέλει απορρίφθηκαν. Εκλογή ιεράρχη από άλλη δικαιοδοσία ενδεχομένως θα δυσκόλευε τη συγκράτησή τους στην κρίσιμη πρώτη φάση της νεοσύστατης Εκκλησίας. Ακόμα δεν έχουν ληφθεί αποφάσεις για πολύ σημαντικά πράγματα και η κατάσταση παραμένει ρευστή. Αν στο πλαίσιο της νέας Εκκλησίας οι ιεράρχες του πάλαι ποτέ «Πατριαρχείου Κιέβου» ανελάμβαναν το ρόλο συγκροτημένης αντιπολίτευσης, τα πρώτα βήματα θα ήταν πολύ δύσκολα. Ο κίνδυνος αυτός φαίνεται να αποσοβείται.
Η εκκλησιακή προέλευση του νέου Προκαθημένου φαίνεται ότι θα περιορίσει τη διεισδυτικότητά του στο χώρο της Εκκλησίας που υπάγεται στη Μόσχα και η οποία όχι απλώς διατηρεί καχυποψία, αλλά εκφράζει ανοιχτή πολεμική εναντίον του Μητροπολίτη Φιλάρετου και της δομής που αυτός επί 27 χρόνια ποίμαινε. Αυτό όμως που δυσχεραίνει η καταγωγή του θα αντισταθμιστεί από τη νιότη του. Με την εκλογή του Κιέβου Επιφανίου η Εκκλησία στην Ουκρανία γυρίζει σελίδα. Ένας ηλικιωμένος κληρικός, ο οποίος επικρίθηκε μέχρι σημείου δαιμονοποίησης, οδηγείται στην περισσότερο ή λιγότερο τιμητική αποστρατεία. Ένας νέος άνθρωπος δύναται να εμπνεύσει και να εκφράσει ακόμη και στο συμβολικό επίπεδο ένα εκκλησιαστικό όραμα για τον ουκρανικό λαό, αφήνοντας πίσω του το παρελθόν. Και νομίζω πως πρέπει να το κάνει, ώστε η νεότητά του να μην είναι μόνο ηλικιακή, αλλά πρωτίστως φρεσκάδα ιδεών και προσεγγίσεων. Επίσης νέος είναι και ο Πατριάρχης των Ουνιτών στην Ουκρανία. Τα πράγματα θα δείξουν πώς θα δομηθεί η σχέση των δύο Προκαθημένων στην πολύπαθη χώρα.
Στην προκειμένη περίπτωση πρέπει να επαινεθεί ιδιαιτέρως η στάση της περί τον πρώην Λβιβ Μακάριο δομής, η οποία έδειξε πνεύμα υπακοής στα κελεύσματα του Φαναρίου και πρόθυμης συνεργασίας. Εξέφρασε έναν ρεαλισμό ο οποίος την οδήγησε στην αποκατάσταση της κοινωνίας προς την κανονική Ορθοδοξία.
Απογοητευτική, όσο και αναμενόμενη, ήταν η στάση της υπό τον Μητροπολίτη Ονούφριο Εκκλησίας, η οποία απέτυχε να αρθεί στο ύψος των περιστάσεων, παρά την πρόσφατη πατριαρχική νουθεσία. Με την όλη στάση της έχασε μία ιστορική ευκαιρία να καθορίσει την πορεία της Εκκλησίας στην Ουκρανία. Με δεδομένο τον αριθμό των ιεραρχών της, αν λάμβαναν μέρος, ενδεχομένως η Ενωτική Σύνοδος να εξέλεγε επί κεφαλής της τον Μητροπολίτη Ονούφριο (ο Οικουμενικός Πατριάρχης τού χορήγησε το δικαίωμα υποβολής υποψηφιότητας!), ο οποίος θα ελάμβανε κανονικώς τον τίτλο του Κιέβου, ο οποίος μέχρι σήμερα κατ᾽ οικονομίαν του αναγνωριζόταν. Εδώ και λίγες ώρες έχασε και αυτόν. 
Η δυναμική που οπτικοποιήθηκε στην κοινή εμφάνιση του Προέδρου της Ουκρανίας με τον νεοεκλεγέντα Προκαθήμενο καθιστά σαφές ότι δομές που αρνήθηκαν τη Σύνοδο είναι καταδικασμένες στην περιθωριοποίηση. Σε συμβολικό, αλλά και πρακτικό επίπεδο, Ορθοδοξία στην Ουκρανία και για τους εν Ουκρανία σημαίνει πλέον Αυτοκέφαλη Εκκλησία. Χωρίς υποσημειώσεις και επιφυλάξεις θεμιτές για όσο οι υπό τους Μητροπολίτες Φιλάρετο και Μακάριο δεν ήταν σε κοινωνία με την κανονική Ορθοδοξία. Με την άρνησή τους να συμμετάσχουν στη Σύνοδο, οι ιεράρχες του Πατριαρχείου της Μόσχας έδωσαν στους αντιπάλους τους επιχειρήματα, παρουσιαζόμενοι στα μάτια του κόσμου ως υπονομευτές της εκκλησιαστικής ενότητας της Ουκρανίας και υποτασσόμενοι στα κελεύσματα της Μόσχας, η οποία συνεχίζει την εχθρική της δραστηριότητα στη χώρα. Από την άλλη όμως πλευρά, οφείλει να καταδικάσει κανείς κάθε πράξη πίεσης, βίας, ή δίωξης εναντίον ανθρώπων που επιλέγουν να μένουν πιστοί στο Πατριαρχείο της Ρωσίας. Ο Μητροπολίτης Επιφάνιος οφείλει ως ο εκκλησιαστικός ηγέτης της Ουκρανίας να επιμείνει, ιδίως έναντι της πολιτικής εξουσίας, η οποία υιοθετεί ενίοτε ακραία εθνικιστικούς τόνους, σε μία στάση όχι απλώς ανοχής, αλλά σεβασμού του Άλλου.
Οι προσδοκίες ότι ιεράρχες της δικαιοδοσίας της Μόσχας θα λάμβαναν μέρος στη Σύνοδο δεν εκπληρώθηκαν στο βαθμό που αρκετοί περίμεναν. Μόλις δύο, κατά τα φαινόμενα, συμμετείχαν. Προφανώς οι ανεύθυνες κραυγές από το «Πατριαρχείο Κιέβου» τις τελευταίες ημέρες αποθάρρυναν κάποιους, ενώ πολλοί βρίσκονται σε μία κατάσταση αβεβαιότητας, καθώς δεν φαίνεται να έχουν ακόμη παρθεί όλες οι αναγκαίες αποφάσεις για το μέλλον των υφιστάμενων επισκοπών. Δεν είναι όμως παράλογη η υπόθεση πως με την ομαλοποίηση της κατάστασης και το ξεκαθάρισμα εκκρεμοτήτων το ρεύμα προσχωρήσεων στη νέα Εκκλησία θα ενταθεί, ακόμη και μεταξύ των αρχιερέων. 
Τα πρώτα βήματα της Αυτοκέφαλης Εκκλησίας της Ουκρανίας θα είναι δύσκολα. Ο νέος της Προκαθήμενος πρέπει να δείξει πνεύμα συμφιλίωσης, αρνούμενος κάθε επιθετική ρητορική. Επίσης, είναι λάθος να επιλεγεί στρατηγική έντασης με αναφορά, π.χ., στο ιδιοκτησιακό καθεστώς ναών ή σε ιερά με μεγάλη συμβολική σημασία, όπως οι Λαύρες. Η Εκκλησία στην Ουκρανία έλαβε την Αυτοκεφαλία της. Αυτό είχε ανάγκη και στην παρούσα φάση της φτάνει. Ο νέος Μητροπολίτης Κιέβου πρέπει να εργαστεί για την ενότητα και να τείνει χείρα φιλίας και αγάπης τόσο προς την Εκκλησία που υπάγεται στη δικαιοδοσία της Ρωσίας, όσο και στους άλλους Ορθόδοξους Προκαθημένους, με τα Ειρηνικά Γράμματα που θα να αποσταλούν.
Είναι βέβαιο ότι έχει ένα μεγάλο έργο μπροστά του. Είναι βέβαιο ότι θα ξεκινήσει σύντομα, αν δεν έχει αρχίσει κιόλας, μια συστηματική εκστρατεία αποδόμησής του. Από τις αμφιβολίες για την εγκυρότητα της χειροτονίας του μέχρι ό, τι μπορούν να επινοήσουν τα μαγειρεία των fakenews, είναι βέβαιο ότι ο Μητροπολίτης Επιφάνιος θα δυσφημιστεί. Είναι επίσης βέβαιο ότι κάποιοι Προκαθήμενοι δεν θα τον αποδεχθούν και δεν θα τον υποδεχτούν στην αρχή. Η διαδικασία της αποκατάστασης της ενότητας της Εκκλησίας στην Ουκρανία μπαίνει σε μία νέα, πολύ απαιτητική φάση. Πολλά θα κριθούν και στο διορθόδοξο επίπεδο.
Με δεδομένη την παρούσα κατάσταση, ο Μητροπολίτης Επιφάνιος πρέπει να έχει ως πρότυπό του τον Πατριάρχη Βαρθολομαίο. Που θα πει: Να μη λυγίσει.

Πέμπτη 29 Νοεμβρίου 2018

ΜΑΣΟΝΙΑ, ΟΙΚΟΥΜΕΝΙΚΟ ΠΑΤΡΙΑΡΧΕΙΟ ΚΑΙ ΑΓΙΑ ΣΥΝΟΔΟΣ 
Σχόλιο στην είδηση μιας αγωγής 


1. Η αγωγή και η υπεράσπιση ενός οράματος. Πριν από λίγους μήνες ο π. Αναστάσιος Γκοτσόπουλος, ιερατικώς προϊστάμενος του Ι. Ν. Αγίου Νικολάου Πατρών, κατέθεσε ογκώδη (76 σελ.) αγωγή εναντίον του συναδέλφου Παναγιώτη Ανδριόπουλου, για την οποία ήδη έγραψαν ακροθιγώς έντυπα και ηλεκτρονικά μέσα (π.χ. http://panagiotisandriopoulos.blogspot.de/2017/10/blog-post_69.html). Ο Πατρινός θεολόγος καλείται από το νόμο να απαντήσει στην ουσία των εναντίον του αιτιάσεων. Αυτή καθεαυτή όμως η είδηση της αγωγής εγείρει ορισμένα ζητήματα, τα οποία θα πρέπει να καταστούν αντικείμενα σχολιασμού, όχι παρά, αλλά ακριβώς εξ αιτίας των Αγίων Ημερών που εορτάζουμε. Η καταναλωτική ατμόσφαιρα που συνδέεται με τα Χριστούγεννα υπαγορεύει έναν περισσόν γλυκερότητας. Στις πυκνώσεις όμως εκείνες του εκκλησιαστικού έτους όπου με ιδιαίτερο τρόπο καλείται το χριστεπώνυμο πλήρωμα να γευθεί την αγιότητα, υπαγορεύεται η εντατικοποίηση της έγνοιας για την κατίσχυση της δικαιοσύνης και την ορθοτόμηση της αλήθειας, τόσο στα μεγάλα, όσο και στα μικρά.
Φαντάζομαι πως για το κείμενο τούτο ποικίλοι επώνυμοι και ανώνυμοι εχθροί του οικουμενισμού (για την ορολογία που δεν φοβάμαι: http://panagiotisandriopoulos.blogspot.de/2016/12/blog-post_83.html) και κατ’ επανάληψη υβριστές μου, εντύπως και διαδικτυακώς, θα με κοσμήσουν με τους συνήθεις πληκτικούς χαρακτηρισμούς που μου επιφυλάσσουν. Σημειώνω μόνο ότι θεωρώ τιμή μου να συνδράμω τους φίλους μου, όταν μάλιστα το θεμέλιο μιας σχέσης βρίσκεται πέρα από το αμιγώς προσωπικό και εντοπίζεται στο κοινό όραμα μιας οικουμενικά ανοικτής, δηλαδή όντως παραδοσιακής Ορθοδοξίας.
2. Το οψιμότατον της αντίδρασης σε έναν υποτιθέμενο «γκαιμπελισμό». Από τη σχετική είδηση (βλ. παραπάνω) πληροφορείται κανείς ότι ο π. Αναστάσιος Γκοτσόπουλος εγκαλεί τον κ. Ανδριόπουλο πως έχει στήσει ολόκληρη«προπαγάνδα» εναντίον του. Μιλάει μάλιστα και για την εφαρμογή «γκαιμπελικής» μεθόδου κατά του προσώπου του. Η χρήση της στερεότυπης αυτής φράσης μαρτυρεί περιορισμένη γνώση των συμφραζομένων του όρου τούτου και ακόμη πιο πενιχρή επίγνωση της βαρύτητας των χρησιμοποιούμενων αναλογιών. Ζώντας στη Γερμανία έχω ένα λόγο παραπάνω να επικρίνω τον παραπειστικό μελοδραματισμό των πληθωριστικών υπερβολών, όταν αυτός, έστω ανεπιγνώστως, καθρεφτίζει περιορισμένο σεβασμό στα θύματα ενός δαιμονικού καθεστώτος.
Αν δεχτεί όμως κανείς ότι υφίσταται όντως μία έστω και πολύ σχετική αντιστοιχία, δεν μπορεί παρά να νιώσει μια αμηχανία για το οψιμότατον της αντίδρασης του πατρός: Αν οι Ναζί έπιασαν την Ευρώπη «στον ύπνο», τουλάχιστον σήμερα θα ανέμενε κανείς πιο ταχείες κινήσεις ενάντια στην προπαγάνδα υποτιθέμενων μιμητών κεντρικών μεθόδων τους. Ο π. Γκοτσόπουλος αποτελεί επί χρόνια αντικείμενο επώνυμης, θαρραλέας και αυστηρής κριτικής από τον Αχαιό θεολόγο, οπότε δικαιούται κανείς να αναρωτηθεί πόσες φορές τα προηγούμενα χρόνια επιχείρησε ο θιγόμενος κληρικός να αντιδράσει σε υποτιθέμενες συκοφαντίες και ψεύδη και να απαντήσει ευθέως στις αιτιάσεις του συντοπίτη του. Κείμενό του δημοσιευμένο στο ιστολόγιο του κ. Ανδριόπουλου (http://panagiotisandriopoulos.blogspot.de/2015/07/blog-post_43.html), την πατρότητα του οποίου δεν έχει, όσο γνωρίζω, αμφισβητήσει, καθρεφτίζει μια απαξιωτική στάση απέναντι στον Πατρινό θεολόγο («έχω πάψει από χρόνια να ασχολούμαι με την περίπτωση Παναγιωτάκη»), με εκφράσεις ήκιστα πατερικές, για τις οποίες ο συνάδελφος θεολόγος θα μπορούσε να έχει καταφύγει σε δικαστικά μέσα. Στις συγκεκριμένες διατυπώσεις του π. Αναστασίου διακρίνεται και μια ορισμένη προσπάθειά του να πείσει ότι ο επικριτής του δεν έχει θεολογικά επιχειρήματα (τυπική τακτική όσον εναντιώνονται στον οικουμενικό διάλογο, οι οποίοι γενικά παρουσιάζουν τους οικουμενικά ανοικτούς θεολόγους ως θεολογικά ενδεείς «αγαπολόγους)», ωσάν το ζήτημα, φερ᾽ ειπείν, της υπακοής σε συνοδικές αποφάσεις και της πιστότητας προς τους ποιμένες της Εκκλησίας, ή τα όσα του προσάπτονται κατά καιρούς από τον Π. Ανδριόπουλο (και, όπως θα δούμε, όχι μόνο)ως κινήσεις υπονομευτικές της ενότητας του Κυριακού Σώματος να μην έχουνεκκλησιολογικό βάρος. Τί άλλαξε από το 2015, οπότε δημοσιεύτηκε το κείμενο αυτό, ώστε από την επιδεικτική σιγή να προκύψει η πολυσέλιδη όψιμη αντίδραση του π. Γκοτσόπουλου – η οποία καθρεφτίζει μια χρόνια «μεθοδική» παρακολούθηση των δημοσιευμάτων του επικριτή του, προφανώς αντικείμενη στο προαναφερθέν «δεν ασχολούμαι»;
3. Η προσφορά του Παναγιώτη Ανδριόπουλου και οι ύβρεις. Η διδακτική, συγγραφική, διαδικτυακή και καλλιτεχνική δραστηριότητα του Παναγιώτη Ανδριόπουλου (ο οποίος δεν έχει τις ευκολίες ακαδημαϊκών, αλλά τα συγκεκριμένα μέσα που διατίθενται σε έναν καθηγητή της ιδιωτικής μέσης εκπαίδευσης) καθρεφτίζει ένα ασυνήθιστο εύρος ενδιαφερόντων, π.χ.: εκκλησιαστική ειδησεογραφία, οικουμενική θεολογία, παραδοσιακή εκκλησιαστική και νεότερη ελληνική μουσική, ποίηση και λογοτεχνία των κορυφαίων της Ελλάδας του εικοστού και εικοστού πρώτου αιώνα. Το ιστολόγιό του «Ιδιωτική Οδός» και η προσωπική του σελίδα στο Facebookκαταγράφουν μόνο εν μέρει μια δουλειά που εντυπωσιάζει με την ποσότητα και ερεθίζει με την ποιότητά της, μακριά από την τσαπατσουλιά της προχειρότητας και δίχως την ευκολία ιδεολογικών αναγνώσεων του πολιτισμού, οι οποίες συνηθίζονται από θεολόγους εν Ελλάδι, αλλά και χωρίς να μαρτυρεί απουσία επίγνωσης ορίων, αμετροέπεια. Στους χαλεπούς για την πατρίδα μας καιρούς, όπου πολλές κριτικές φωνές τις φράζει η ανάγκη, χώρια από τα στόματα που κρατάει κλειστά η ιδιοτέλεια, ο Ανδριόπουλος ανήκει στους λίγους συναδέλφους που εκφράζουν θαρραλέα τη γνώμη τους, χωρίς να διστάζουν να ανθίστανται στο εκάστοτε ρεύμα, ανεξάρτητα αν αυτό αποκαλείται συντηρητικό ή προοδευτικό.
Η προσήλωσή του στο όραμα μιας οικουμενικά ανοικτής Ορθοδοξίας και στην προβολή του Οικουμενικού Πατριαρχείου τον έχει καταστήσει συστηματικό στόχο χυδαίων ύβρεων και συκοφαντιών, τις οποίες εκτοξεύουν εναντίον του προφορικώς, εντύπως ή διαδικτυακώς, επωνύμως ή ανωνύμως, πλείστοι όσοι εχθροί της Εκκλησίας της Κωνσταντινουπόλεως και του οικουμενικού διαλόγου. Απλή διαδικτυακή αναζήτηση μαρτυρεί για τους οχετούς αθλιοτήτων που παράγονται εναντίον του από τους αυτόκλητους διαφεντευτές της καθαρότητας της χριστιανικής πίστης. Φυσικά, ο κ. Ανδριόπουλος δεν αποτελεί εν προκειμένω εξαίρεση. Η χυδαία εξύβριση, η άθλια συκοφαντία, ο διασυρμός, ακόμη και ο σωματικός προπηλακισμός των οικουμενικά ανοικτών θεολόγων από δράκες σκοταδιστών αποτελεί απτή πραγματικότητα – και συνάμα εκκλησιαστικό, ηθικό και νομικό σκάνδαλο. Ο π. Αναστάσιος Γκοτσόπουλος αισθάνεται θιγμένος από κείμενα του Παναγιώτη Ανδριόπουλου, πότε όμως καταδίκασε πρακτικές συκοφαντίαςτου οι οποίες λαμβάνουν χώρα από ανθρώπους οι οποίοι με μεγάλη ευχαρίστηση αναδημοσιεύουν κείμενά του στα ιστολόγιά τους;Πότε τις αποδοκίμασε ρητώς και εγγράφως, πότε υπέδειξε επιτακτικά στους υποστηρικτές των δικών του αντιοικουμενικών απόψεων να διακρίνουν ανάμεσα στο επίπεδο της θεολογικής διαφωνίας κι εκείνο της χυδαίας ύβρης; Μήπως ο κύριος Ανδριόπουλος και οι οικουμενικά ανοικτοί κληρικοί και θεολόγοι δεν έχουν οικογένειες και φίλους, ανθρώπους που θλίβονται και ταράσσονται όταν βλέπουν τους αγαπημένους τους να πέφτουν θύματα άθλιων επιθέσεων; Η ψυχική ευαισθησία είναι προνόμιο μόνο των αντιοικουμενιστών, οι οποίοι θίγονται με την παραμικρή εναντίον τους κριτική; Ή μήπως δεν γνωρίζει ο π. Αναστάσιος ότι στο χώρο τον αντιοικουμενικό συντελούνται επιθέσεις αχαρακτήριστου είδους και ύφους εναντίον όσων δεν αποδέχονται τις κενολογίες περί «οικουμενιστικής» παναίρεσης και τις άλλες συναφείς φαιδρότητες; Δεν έχει κάνει ποτέ του μια διαδικτυακή αναζήτηση για να διαπιστώσει το ύφος και το ήθος ιστολογίων φιλοξενούν κείμενα δικά του και ομοφρόνων του;
Απλή ματιά στο περιεχόμενο των ιστολογίων του Παναγιώτη Ανδριόπουλου φανερώνει πόσο έωλη είναι η προσπάθεια φονταμενταλιστικών κύκλων να αμφισβητηθεί η ηθική και η διανοητική ακεραιότητά του. Οι καταξιωμένοι επιστήμονες που γράφουν σε αυτά και οι καλλιτέχνες με τους οποίους συνδιοργανώνει ποιοτικές εκδηλώσεις στην Ελλάδα και στο εξωτερικό μαρτυρούν ότι το πρόσωπο που κάποιοι θέλουν να παρουσιάσουν ως παράφρον χαίρει ευρείας εκτίμησης και αποδοχής στον εκκλησιαστικό, θεολογικό και πολιτισμικό χώρο, για να μην αναφέρει κανείς τί σημαίνει και μόνο η ευθύνη ενός ιστολογίου όπως το «Φως Φαναρίου», μία από τις κυριότερες πηγές ενημέρωσης για τη ζωή της Αγίας του Χριστού Μεγάλης Εκκλησίας της Κωνσταντινουπόλεως.
4. Η σκέψη και η γραφή του π. Αναστασίου Γκοτσόπουλου. Ο π. Αναστάσιος είναι δραστήριος και πολυγράφος κληρικός. Οι δύο αυτές ιδιότητες είναι εξ ορισμού θετικές στο βαθμό που η κατεύθυνση της δράσης και η ποιότητα της γραφής είναι οι ενδεικνυόμενες. Ο π. Αναστάσιος μιλάει για τις συγγραφικές καταθέσεις του με συστολή, δείχνοντας έτοιμος να αναγνωρίσει αδυναμίες του. Η ομολογία αυτή όμως ηχεί ως παράδοξη εισαγωγή σε ένα έργο με το οποίο δεν διστάζει να ξιφουλκήσει εναντίον Εκκλησιών, Συνόδων, Πατριαρχών, αρχιερέων, ιερέων, ακαδημαϊκών θεολόγων και αναγνωρισμένων συγγραφέων και να τους επιτιμήσει με προβληματικό τόνο και ύφος για υποτιθέμενες θεολογικές, εκκλησιολογικές και κανονικές εκκρεμότητες. Η παρατήρηση αυτή δεν υπονοεί την αναγκαιότητα άκριτης υποταγής σε αυθαιρέτως οριζόμενες αυθεντίες, καθρεφτίζει όμως τη σύσταση για μια ορισμένη αυτεπίγνωση, για περισσότερη προσπάθεια κατανόησης των ιδίων μέτρων και ορίων.
Ενώ ο π. Αναστάσιος δείχνει να προσπαθεί να εργαστεί επιστημονικά, οι ελλείψεις του από μια ακαδημαϊκή σκοπιά είναι προφανείς. Σε κείμενά του που κυκλοφορούν στο διαδίκτυο εντοπίζει κανείς ποικίλα λάθη γλωσσικά, γραμματικά και ορθογραφικά, τεκμήρια μιας συγγραφικής σπουδής απάδουσας στη σοβαρότητα των ζητημάτων που πραγματεύεται. Είναι επίσης καταφανής η άγνοια της ογκώδους διεθνούς βιβλιογραφίας, τόσο της ετερόδοξης, όσο και της ορθόδοξης, όχι μόνο σε σύντομες συμβολές του, αλλά και σε εκτενέστερες πραγματείες του. Η παρατήρηση αυτήδεν συνιστά τεκμήριο ακαδημαϊκού σχολαστικισμού, αλλά ουσιαστική έγνοια για τα μεθοδολογικά στοιχειώδη μιας θεολογικής εργασίας. Το βάρος της δεν εξουδετερώνεται με την υπόδειξη των πατερικών χωρίων στα οποία παραπέμπει ο συγγραφέας της (και μόνο από τις συχνότατα μη κριτικές εκδόσεις Πατέρων και Πρακτικών Οικουμενικών Συνόδων που χρησιμοποιεί καθίσταται πρόδηλος ο κραυγαλέος ερασιτεχνισμός της προσπάθειάς του), καθώς η ερμηνεία της ιλιγγιώδους κατάθεσης της θεολογικής γραμματείας της Ανατολής προϋποθέτει πνεύμα ταπεινώσεως, αλλά και οξυμμένα μεθοδολογικά εργαλεία, ώστε να έχει κανείς τα δέοντα ερμηνευτικά κλειδιά για να προσεγγίζει τους απαιτητικούς αδάμαντες του εκκλησιαστικού μας παρελθόντος και παρόντος.
Τα κλειδιά αυτά ελλείπουν σε σημαντικό βαθμό από το έργο του π. Αναστασίου, από όπου εν γένει απουσιάζει η συστηματικοθεολογική υποδομή η οποία θα μπορούσε να τον οδηγήσει σε γόνιμες συμβολές. Διαβάζοντας κείμενά του έχει κανείς την εντύπωση πως τα πραγματευόμενα θέματα δεν γίνονται αντικείμενο μιας μη ιδεολογικής, απαιτητικής θεολογικής πραγμάτευσης, παρά τίθενται στην προκρούστεια κλίνη που συγκροτεί η σκέψη μορφών όπως οι π. Θεόδωρος Ζήσης, π. Γεώργιος Μεταλληνός, Σεβ. Μητροπολίτης Ναυπάκτου Ιερόθεος, π. Πέτρος Χιρς και καθηγητής Δημήτριος Τσελεγγίδης– και μάλιστα το τμήμα της σκέψης τους εκείνο το οποίο αντίκειται στον οικουμενικό διάλογο. Όποιος γνωρίζει τη βιογραφία και το έργο των ανωτέρω, αντιλαμβάνεται, βεβαίως, ότι η πραγματικότητα των προσώπων αυτών και του έργου τους είναι πολύ πολυπλοκότερη, ώστε να νομιμοποιείται να τους παραπέμπει κανείς άκριτα ως αυθεντίες στην ερμηνεία της ορθόδοξης Παράδοσης. Σε κάθε όμως περίπτωση: Η θεολογική σκέψη του π. Γκοτσόπουλου δεν τρέφεται επαρκώς από τις πηγές της ορθόδοξης θεολογίας των νεότερων χρόνων, μια σύνοψη των οποίων αποκτά κανείς μελετώντας το σχετικά πρόσφατο βιβλίο του π. Andrew Louth Modern Orthodox Thinkers. From the Philokalia tou the Present, Inter Varsity Press 2015. Μια γόνιμη αναστροφή με αυτά τα πνεύματα, τα οποία προσφέρουν έναν στοιχειώδη προσανατολισμό για την αναστροφή με την πατερική κληρονομιά (την οποία προφανώς γνωρίζουν καλύτερα από τον π. Αναστάσιο) απουσιάζει. Δεν αναμένει κανείς ακαδημαϊκή αρτιότητα από έναν κληρικό με ποικίλες άλλες υποχρεώσεις, όμως δεν είναι αδικαιολόγητη η επιθυμία μιας ουσιαστικότερης αυτοσυγκράτησης όταν, ακριβώς ως κληρικός, αποτολμάει να εκφέρει κρίσεις για καίρια θέματα, πρόσωπα και γεγονότα της Εκκλησίας μας, δίχως να έχει αφομοιώσει ουσιαστικά τις σημαντικότερες καταθέσεις της ορθόδοξης θεολογίας του καιρού μας. Είναι δε αυτονόητο πως η φευγαλέα αναστροφή, όταν απουσιάζει η συστηματική σπουδή, οδηγεί αναπόφευκτα στην αμηχανία, στην ανασφάλεια και στην καταγγελτική στάση για τους «νεοτερισμούς» πολλών νεότερων Ορθόδοξων θεολόγων.
Δεν είναι τυχαίο που τα κείμενα του π. Γκοτσόπουλου είναι μεν δημοφιλή σε θεολογικά ενδεείς συντηρητικούς κύκλους, ελάχιστα όμως έως καθόλου λαμβάνονται υπ᾽ όψιν στην απαιτητική ακαδημαϊκή θεολογική συζήτηση, τόσο στην Ελλάδα, όσο και, πολύ περισσότερο, στο εξωτερικό. Το γεγονός ότι ο π. Αναστάσιος δεν λαμβάνει πολλές απαντήσεις στα κείμενά του ίσως να μην οφείλεται στο ότι «αποστομώνει» τους αντιπάλους του με τα επιχειρήματά του, το ότι δε καλείται ως ομιλητής κυρίως σε εκδηλώσεις στο προστατευμένο περιβάλλον αντιοικουμενικών κύκλων και όχι πέραν αυτού μιλάει αφ᾽ εαυτού για την εμβέλεια της σκέψης του.
5. Η μασονία, το Οικουμενικό Πατριαρχείο και η οικουμενική κίνηση. Ενδεχομένως ο π. Αναστάσιος δυσφορεί επειδή του καταλογίζεται από τον Π. Ανδριόπουλο εχθρότητα προς την Εκκλησία της Κωνσταντινουπόλεως. Στα κείμενά του όμως συναντάει κανείς εκφράσεις που με δυσκολία πείθουν για τα φιλικά του αισθήματα προς αυτήν, αν αγνοηθεί, τουλάχιστον, η εύκολη απολογητική καταφυγή του τύπου «Εγώ κρίνω πρόσωπα, δεν απαξιώνω θεσμούς». Κινούμαστε στο χώρο της Ορθοδοξίας και όχι σε αυτόν του ακραίου Προτεσταντισμού, όπου η σχέση χαρίσματος και θεσμού προσεγγίζεται με όρους που να επιτρέπουν ριζικές αντιδιαστολές. Η κριτική σε πρόσωπα είναι εν ταυτώ κριτική σε συνοδικά όργανα και συγκεκριμένες ενέργειες Εκκλησιών στο εδώ και στο τώρα, η δε διδασκαλία περί «αόρατης Εκκλησίας» ουδέποτε συγκίνησε την ορθόδοξη εκκλησιολογία. Επίσης, όταν η κριτική αυτή ασκείται από έναν ποιμένα, είναι προφανές να αναμένει κανείς ιδιαίτερη ευαισθησία, καθώς το ποίμνιό του δεν έχει τη δυνατότητα να προβαίνει σε λεπτεπίλεπτες διακρίσεις, όπως ενδεχομένως εκείνος, παρά φανατίζεται εύκολα έναντι όχι μόνο προσώπων, αλλά και θεσμών. Απλή αναζήτηση στις ιστοσελίδες των αντιοικουμενιστών, όπου κανείς έρχεται άμεσα αντιμέτωπος με πραγματικό βόρβορο εναντίον του Οικουμενικού Πατριαρχείου, πιστοποιεί το έωλον απολογητικών υπεκφυγών.
Είναι γνωστό ότι για τους πολέμιους της οικουμενικής κίνησης η μορφή και το έργο του μακαριστού μεγάλου Πατριάρχη Αθηναγόρα αποτελεί σκάνδαλο. Επί ολόκληρες δεκαετίες επιχειρούν, φυσικά ματαίως, να αποδομήσουν την προσφορά του, με πρωτοστάτες τους Παλαιοημερολογίτες, αλλά και την εφημερίδα «Ορθόδοξος Τύπος». Στην όχι ζηλευτή χορεία των επικριτών του οραματιστή Προκαθημένου κατατάσσεται και ο π. Γκοτσόπουλος, ο οποίος δημοσίευσε σχετικό άρθρο στην εφημερίδα αυτή, όπου σχολιάζει επιστολή που φέρεται να απέστειλε ο τότε Πρώτος της Ορθοδοξίας σε έναν μασόνο (βλ. στο διαδίκτυο: https://www.impantokratoros.gr/59B1FCB4.el.aspx). Ο τρόπος με τον οποίο προσεγγίζει το εν λόγω κείμενο ο π. Αναστάσιος επιβεβαιώνει τα όσα προγενέστερα κατέθεσα για τη σχέση του με την επιστημοσύνη: Ελλείπει έστω και ένας στοιχειώδης έλεγχος της αξιοπιστίας του γράμματος, μια προσπάθεια ένταξής του στα συμφραζόμενα της εποχής του και στο όλο corpus της πατριαρχικής αλληλογραφίας και των υφολογικών της προϋποθέσεων (με φευγαλέες νύξεις δεν προσπερνάει την κόπο απαιτούσα μεθοδολογική εκκρεμότητα), ενώ δεσπόζει ένας τόνος μελοδραματικός και λαμβάνει χώρα ένα σκηνοθετικό παιχνίδι πρόκλησης και απόκρυψης, ώστε εν τέλει, μετά από μια αισθητικώς κακόγουστη κορύφωση της έντασης, να φανερωθεί η θλιβερή ταυτότητα του παραλήπτη της πατριαρχικής επιστολής. Με παραπειστικό τρόπο προβάλλονται αποσπάσματα από το κείμενο της επιστολής αυτής ως τάχα σκανδαλώδη, δίχως καν να συγκρίνεται το περιεχόμενό της με αντίστοιχα κείμενα του Πατριάρχη σε Ορθόδοξους και αλλόδοξους παραλήπτες, ώστε να μετρηθεί η βαρύτητά τους, χώρια που δεν εξετάζεται καν το αν είχε γνώση ο μεγάλος Πατριάρχης για το ποιόν του προσώπου στο οποίο απευθύνεται.
Είναι εντυπωσιακό πως στο κείμενο του π. Αναστασίου δεν γίνεται η παραμικρή προσπάθεια υπεράσπισης του Πατριάρχη Αθηναγόρα, μολονότι θα ανέμενε κανείς ότι ένας κληρικός της Ορθόδοξης Εκκλησίας δεν θα υιοθετούσε πάραυτα κατηγορίες εναντίον ενός ανθρώπου που σε δραματικές εποχές για την Εκκλησία κάθισε στην καθέδρα του Αγίου Ανδρέα (από έναν διάκονο του θυσιαστηρίου ναού της πόλης του Πρωτοκλήτου θα ανέμενε κανείς ως αυτονόητη τη σχετική ευαισθησία). Αν δεν απατώμαι, οι Ιεροί Κανόνες δεν δέχονται τη μαρτυρία αιρετικών και κακοδόξων στα εκκλησιαστικά δικαστήρια, εκφράζοντας μια ρεαλιστική έγνοια, ο π. Γκοτσόπουλος όμως εμμένει με σπουδή στη διάδοση κατηγοριών μασονικών περιοδικών ότι ο Πατριάρχης Αθηναγόρας ήταν μασόνος. Έστω κι αν για προφανείς λόγους δεν παίρνει θέση ευθέως απέναντι σε αυτές, συμβάλλει στηριζόμενος σε ισχυρισμούς κακοδόξων στην ενίσχυση του στίγματος εναντίον ενός κεκοιμημένου Πρωθιεράρχη, ο οποίος δεν δύναται να υπερασπιστεί τον εαυτό του. Ο π. Αναστάσιος μιλάει δραματικά για «αποκαλύψεις», στην πραγματικότητα όμως πρόκειται για ένα «ξαναζεσταμένο φαγητό», για κατηγορίες που διαρκώς εκτοξεύουν εχθροί της οικουμενικής κίνησης εναντίον του βασανισμένου Πατριάρχη για τη δήθεν μασονική του ιδιότητα. Ενός Πατριάρχη πραγματικά βασανισμένου, για όσους γνωρίζουν ιστορία στοιχειωδώς.
Στηριγμένος σε μια επιστολή που καταφανώς παρερμηνεύει, ο π. Γκοτσόπουλος μιλάει για «προσωπική πνευματική κατάσταση – τραγική και αξιοθρήνητη, ασφαλώς – του “μεγάλου” Αθηναγόρα» (από μια επιστολή κρίνει αυτός, ένας «πνευματικός», την όλη κατάσταση ενός Πατριάρχη;), ενώ φτάνει στο σημείο να ισχυριστεί ότι: «Εγώ έγραψα ότι η ιστορικά αδιαμφισβήτητη αδυναμία του Αθηναγόρα να πληροφορηθεί το τόσο καλά οργανωμένο από κράτος και παρακράτος πογκρόμ του τουρκικού όχλου εναντίον του Ελληνισμού της Πόλης και να ενημερώσει το ποίμνιό του, δεν οφείλεται, ασφαλώς, σε μειωμένη εθνική ευαισθησία και ενδιαφέρον για τον Ελληνισμό – ουδέποτε είπα ή υπονόησα κάτι τέτοιο – αλλά για μένα έχει καθαρά πνευματικά αίτια ─ δυστυχώς για κάποιους οι πνευματικοί νόμοι λειτουργούν… Αυτό και μόνο έγραψα εγώ, αγαπητοί μου…». Όταν τέτοιες εκφράσεις διατυπώνονται από έναν Παλαιοημερολογίτη για τον Οικουμενικό Πατριάρχη, εύλογο είναι να τους προσδίδεται η δέουσα μη-σημασία. Όταν όμως ένας κληρικός της Εκκλησίας των Πατρών καταφέρεται με τέτοιες εκφράσεις εναντίον ενός διαδόχου του Αποστόλου Ανδρέα, εγείρεται μείζον ζήτημα για την τοπική Εκκλησία, το οποίο πρέπει να ξεκαθαριστεί στα αρμόδια όργανά της. Θα πρότεινα, λόγω της βαρύτητας των καταγγελιών και των χαρακτηρισμών, ο υποστηρικτής τους να κληθεί να τις υποστηρίξει ενώπιον της Ιεράς Συνόδου της Εκκλησίας της Ελλάδος, η οποία στη συνέχεια θα ενημερώσει σχετικά το Οικουμενικό Πατριαρχείο. Ελπίζω πως ο Σεβασμιώτατος Μητροπολίτης Πατρών κ. Χρυσόστομος θα προβεί στις σχετικές ενέργειες.
Στην πραγμάτευση του θέματος της σχέσης μασονίας και Πατριάρχη Αθηναγόρα ο π. Γκοτσόπουλος προσπάθησε να ερμηνεύσει την υποτιθέμενη σιωπή παλαιών συνεργατών και ανθρώπων που τον έζησαν επί μακρόν, όπως ο Μέγας Πρωτοπρεσβύτερος Γεώργιος Τσέτσης και οι καθηγητές Γρηγόριος Λαρεντζάκης και Αριστείδης Πανώτης, στις κατηγορίες όχι ως απαξιωτική προσπέραση συκοφαντιών, αλλά ως επιβεβαίωση των μομφών. Δεν γνωρίζω αν αντιλαμβάνεται ότι έτσι απλώς προσβάλλει σημαντικότατες μορφές της Εκκλησίας μας, ουσιαστικά ισχυριζόμενος ότι εν γνώσει τους συνεργάζονταν με έναν μασόνο – και ότι σε κάτι τέτοιο δεν χρειάζεται κανείς να αντιδράσει παρά με τη σιωπή του. Μέσα στη σπουδή του να δημιουργήσει κλίμα υπέρ της μασονικής λογικής του Αθηναγόρα ξέχασε να συνυπολογίσει το αυτονόητο. Σε αντίθεση με ποικίλα όργανα του φονταμενταλιστικού σκότους, τα οποία ξερνούν χολή προστατευόμενα από την ανωνυμία των ιστολογίων τους, ο Πατριάρχης Αθηναγόρας κινούνταν στο φως και δεν είχε τίποτε να κρύψει. Αν ήθελε να αποσιωπήσει κάτι ή αν μηχανορραφούσε, δεν θα έγραφε επιστολές για να τροφοδοτείται η χαιρεκακία των όποιωνΑβερκίων του κόσμου τούτου, οι οποίοι θα έβλεπαν την πατριαρχική υπογραφή ως επιβεβαίωση θεωριών συνωμοσίας. Αν ήταν μασόνος, θα πρόσεχε ιδιαιτέρως πού θα έθετε την υπογραφή του και θα έλεγχε πού δημοσιεύονται κείμενά του. Πολλά θα μπορούσε να προσάψει κανείς στον Πατριάρχη Αθηναγόρα, όχι όμως απροσεξία και ηλιθιότητα.
Ότι ούτε και ο π. Γκοτσόπουλος θεωρεί τον π. Αθηναγόρα ανόητο, φαίνεται και από ένα απόσπασμα του κειμένου του, το οποίο αποτελεί και το πλέον προβληματικό σημείο του άρθρου του: «Συνεπώς, το μείζον πρόβλημα δεν είναι αν ο πατριάρχης Αθηναγόρας ήταν 33ου βαθμού μασόνος, όπως κατ’ επανάληψιν έχουν γράψει τα μασονικά περιοδικά, χωρίς – δυστυχώς – να διαψευστούν αρμοδίως, αλλά το ότι ο Αθηναγόρας ακολούθησε και προώθησε στο έπακρο τη θρησκευτική πολιτική της μασονίας και της θεοσοφίας στην Ορθόδοξη Εκκλησία και, επιπλέον, οικοδόμησε την προσέγγιση της Ορθόδοξης Εκκλησίας με το Βατικανό πάνω σε καθαρά θεοσοφικές, μασονικές προϋποθέσεις και όχι στην Ορθόδοξη Πατερική παράδοση.» Ο π. Αναστάσιος επικροτεί αντίστοιχες θέσεις του μοναχού Αβερκίου, ισχυριζόμενος ότι «“η σύγχρονη Οικουμενική Κίνηση, όπως την ζούμε είναι πνευματικός καρπός του τεκτονισμού και της θεοσοφίας και αυτών τα άνομα και ανήθικα σχέδια καλείται να υλοποιήσει”. Πέραν πάσης αμφιβολίας, η σύγχρονη Οικουμενική Κίνηση, όπως την ζούμε, πορεύεται βάσει του Τυπικού του 32ου βαθμού του τεκτονισμού!».
Πρέπει να διέθετε ιδιαίτερη ευφυία ο μακαριστός Πατριάρχης, αν κατόρθωσε να επιβάλλει τέτοια πράγματα στην Ορθόδοξη Εκκλησία, θα έλεγα…
Εν προκειμένω, τίθενται τα ακόλουθα ζητήματα: i. Οι μομφές του π. Γκοτσόπουλου δεν αφορούν απλώς τη μορφή του Πατριάρχη Αθηναγόρα, αλλά σύνολη την Ορθόδοξη Εκκλησία, η οποία μετέχει στη σύγχρονη οικουμενική κίνηση από τις απαρχές της και η οποία εν προκειμένω κατηγορείται ότι δια της συμμετοχής της υλοποιεί τηνπολιτική της μασονίας και της θεοσοφίας. Τούτο σημαίνει ότι το σύνολο των Ορθοδόξων Εκκλησιών, οι οποίες μέχρι σήμερα συμμετέχουν ανεξαιρέτως στον οικουμενικό διάλογο (ακόμη και οι Εκκλησίες της Βουλγαρίας και της Γεωργίας εκπροσωπούνται και σήμερα σε διμερείς διαλόγους) είναι θύματα της πολιτικής του Πατριάρχη Αθηναγόρα, ότι τα συνοδικά τους όργανα, τα οποία επανειλημμένα και πανηγυρικά έχουν επιβεβαιώσει τη συμμετοχή στην οικουμενική κίνηση, πραγματώνουν τεκτονικούς στόχους, συνειδητά ή ανεπίγνωστα, και ότι σήμερα, χάρη στον π. Γκοτσόπουλο, δύναται να αποκατασταθεί η αλήθεια... ii. Οι μομφές αυτές αφορούν όχι αφηρημένες οντότητες, αλλά συγκεκριμένα πρόσωπα, τα οποία κατ᾽ εντολή των Εκκλησιών τους μετέχουν στην οικουμενική κίνηση. Σε αυτά ανήκω κι εγώ και, όχι μόνο μη έχοντας καμία σχέση, αλλά αποστρεφόμενος κάθε έννοια μασονίας και κλειστής οργάνωσης αισθάνομαι προσωπικά θιγμένος από αυτού του είδους τις παρατηρήσεις, οι οποίες, όπως προανέφερα, δεν προέρχονται από έναν Παλαιοημερολογίτη, αλλά από έναν κληρικό της Εκκλησίας των Πατρών, η οποία εκ των πραγμάτων καθίσταται επίσης αντικείμενο μομφής από τον π. Γκοτσόπουλο, αφού κι αυτή υπάγεται στην Αγιωτάτη Εκκλησία της Ελλάδος, η οποία συμμετέχει στην οικουμενική κίνηση. iii. Αν η Ορθόδοξη Εκκλησία είναι όργανο της μασονίας, εκ των πραγμάτων, κατά μία ορισμένη λογική, εκπίπτει της αληθείας, αφού ο «ακοινωνήτω κοινωνών, ακοινώνητος». Στην προκειμένη περίπτωση τίθεται και ένα αμείλικτο ερώτημα για το κύρος της χειροτονίας του π. Γκοτσόπουλου, ο οποίος εμφανίζεται να χειροτονείται από μία Εκκλησία η οποία υπηρετεί τον τεκτονισμό και τη θεοσοφία. Πώς δέχτηκε κάτι τέτοιο; Και τι ισχύ έχουν τα μυστήρια που τελεί; Σε κάθε περίπτωση: Η σοβαρότητα των ισχυρισμών αυτών επιβάλλει ο κληρικός Αναστάσιος Γκοτσόπουλος να κληθεί πάραυτα προς υπεράσπισή τους από τα αρμόδια επισκοπικά και συνοδικά όργανα της Εκκλησίας του και να υποστεί τις προφανείς κανονικές συνέπειες σε περίπτωση που ο λόγος του δεν κριθεί πειστικός. Είναι καιρός να σταματήσει η εύκολη εκτόξευση κατηγοριών εναντίον των προσώπων που διακονούν την οικουμενική κίνηση κατ᾽ εντολή των Εκκλησιών τους και η υπονόμευση του έργου τους, κάτι που είναι αναπόφευκτο όσο στην περιρρέουσα ατμόσφαιρα αιωρούνται τέτοιες κατηγορίες διατυπούμενες από κληρικούς της Ορθόδοξης Εκκλησίας. Οφείλω να ζητήσω συγγνώμη που δεν αντέδρασα νωρίτερα, διάβασα όμως με καθυστέρηση το περιεχόμενο των ισχυρισμών του π. Αναστασίου, καθώς δεν συνηθίζω να αφιερώνω το χρόνο μου στην ανάγνωση κειμένων του.
Το ενδιαφέρον των απόψεων αυτών σε αναφορά προς την αγωγή ενάντια στον Π. Ανδριόπουλο, είναι πως ορισμένοι διατηρούν δι᾽ εαυτούς το δικαίωμα της μομφής επί αιρέσει επί παντός αντιγνωμούντος, πιστεύοντας ότι ατιμώρητοι θα μπορούν να ισχυρίζονται τέτοια πράγματα, είναι όμως ιδιαιτέρως εύθικτοι όταν κάποιος ζητεί την καθαίρεσή τους επισημαίνοντας ουσιαστικές εκκρεμότητες της σκέψης και της δράσης τους.
6. Ο π. Αναστάσιος και η Αγία και Μεγάλη Σύνοδος: Βασικό σημείο της κριτικής του Παναγιώτη Ανδριόπουλου στον π. Γκοτσόπουλο είναι η στάση την οποία ο δεύτερος έχει υιοθετήσει απέναντι στην Αγία και Μεγάλη Σύνοδο της Ορθοδόξου Εκκλησίας, το μεγαλύτερο συνοδικό γεγονός της Ορθοδοξίας των νεοτέρων χρόνων. Από μια ενδεικτική απαρίθμηση και μόνο των τίτλων κειμένων του Πατρινού ιερωμένου για τη Σύνοδο τεκμαίρεται μια προφανώς όχι και ιδιαίτερα θετική στάση (βλ. πρόχειρα στο http://anastasiosk.blogspot.de/search/label/Γκοτσόπουλος%20π.%20Αναστάσιος). Δεν υπάρχει ιδιαίτερος λόγος σταχυολόγησης λίαν προβληματικών εκφράσεων από τα κείμενα του π. Αναστασίου. Αρκεί και μόνο η παραπομπή σε κείμενο που συνυπογράφει με τον π. Πέτρο Χιρς, μέχρι πρότινος ούτε καν Ορθόδοξο χριστιανό και τώρα καθηγητή της «Θεολογικής Σχολής Αγίας Τριάδος Jordanville Νέας Υόρκης», του εκπαιδευτικού καθιδρύματος της λεγομένης «Ρωσικής Εκκλησίας της Υπερορίου Δικαιοδοσίας», η οποία μέχρι πριν από μία δεκαετία δεν ήταν σε εκκλησιαστική κοινωνία με καμία κανονική Ορθόδοξη Εκκλησία, παρά με τον απανταχού παλαιοημερολογητισμό. Το κείμενο λέγεται «Συμβολή προβληματισμού στο ετήσιο μνημόσυνο [Σημείωση Γ.Β.: Το παίγνιο με τη δισημία της λέξης «μνημόσυνο» είναι προφανές.] της “Αγίας και Μεγάλης Συνόδου” της Κρήτης (21.6.2017)» (https://www.pentapostagma.gr/wp-content/uploads/2017/06/1-ΕΤΗΣΙΟ-ΜΝΗΜΟΣΥΝΟ-ΑΜΣΟΕ.pdf), όπου συνοψίζει τις θέσεις του. Για το πραγματικό περιεχόμενό τους δεν χρειάζεται να αμφιβάλλει κανείς. Μεταξύ άλλων χρησιμοποιεί λόγους του αγίου Ταρασίου «για τη Ληστρική Σύνοδο της Ιερείας [προσαρμοσμένους] στη σημερινή πραγματικότητα της τάχα και Πανορθοδόξου» (σ. 14), λόγους που λειτούργησαν και ως τίτλος ομιλίας που εκφώνησε στην Πάτρα για τη Σύνοδο (13.12.2016), προκαλώντας παραπειστικά συνειρμούς ανάμεσα σε μια Σύνοδο όπου εκπροσωπήθηκε η Εκκλησία που διακονεί και σε μία «ληστρική» σύνοδο.
Αναγνωρίζει, άραγε, ο π. Αναστάσιος Γκοτσόπουλος, ως κληρικός της Εκκλησίας της Ελλάδος, Εκκλησίας που έλαβε μέρος στη Σύνοδο, «την Αγία και Μεγάλη Σύνοδο της Ορθοδόξου Εκκλησίας»; Τι διδάσκει σχετικά το ποίμνιό του; Διακρίνει ανάμεσα στις προσωπικές του «επιστημονικές» απόψεις και στην ευθύνη του ως ποιμένα λογοδοτούντος στον τοπικό του επίσκοπο; Η Σύνοδος αυτή κακοδόξησε ή ορθοδόξησε; Αν συνέβη το δεύτερο, γιατί διαμαρτύρεται; Αν διέδωσε αιρέσεις, πώς αποδέχεται – με δεδομένες τις απόψεις του για την ευθύνη των ποιμένων – να παραμένει μέλος μιας Εκκλησίας που έλαβε μέρος στις εργασίες της και που με Εγκύκλιό της υποστήριξε τη συμμετοχή της και την προσφορά της Συνόδου; Γιατί μνημονεύει στις Λειτουργίες του το όνομα επισκόπου που είναι μέλος της Ιεραρχίας της Εκκλησίας αυτής; Γιατί δεν ακολουθεί το παράδειγμα των υπόδικων κληρικών Θεοδώρου Ζήση και Νικολάου Μανώλη, οι οποίοι μες στην τραγικότητά τους επέλεξαν την οδό της ακοινωνησίας;
Ο Παναγιώτης Ανδριόπουλος επεσήμανε με συστηματικό τρόπο τις σχετικές εκκρεμότητες του π. Γκοτσόπουλου, με κορύφωση τη συμμετοχή του δεύτερουσε επίσκεψη ομάδας λίαν επικριτικής της Αγίας Συνόδου στη Γεωργία (http://fanarion.blogspot.de/2016/08/blog-post_96.html). Αντί άλλων κρίσεων για το γεγονός αυτό, παραπέμπω σε απόσπασμα επιστολής της Α.Θ.Π., του Οικουμενικού Πατριάρχου κ. Βαρθολομαίου προς τον Μακαριώτατο Αρχιεπίσκοπο Αθηνών κ. Ιερώνυμο (18.11.2016, αρ. πρωτ. 1153 – το όλο κείμενο: http://aktines.blogspot.de/2016/12/blog-post_80.html)
«Περιέρχονται καθ’ ημέραν εις το καθ’ ημάς Οικουμενικόν Πατριαρχείον και εις την ημετέραν Μετριότητα προσωπικώς εκ διαφόρων πηγών πληροφορίαι ότι ο Πρωτοπρεσβύτερος κ. Θεόδωρος Ζήσης και οι συν αυτώ ομόφρονες κληρικοί και λαϊκοί, δια του διαδικτύου και των διαφόρων μέσων γενικής ενημερώσεως, περιερχόμενοι δε και διαφόρους αδελφάς Ορθοδόξους Εκκλησίας, προσκαλούσι τους αδελφούς Προκαθημένους και τους ποιμένας, αλλ’ ιδιαιτέρως τον ευσεβή Ορθόδοξον Λαόν, εις ανταρσίαν και αμφισβήτησιν των αποφάσεων της εν Κρήτη εν ευλογίαις και εν επιτυχίαις συνελθούσης Αγίας και Μεγάλης Συνόδου της Ορθοδόξου ημών Εκκλησίας, η εις τας εργασίας της οποίας συμβολή της Υμετέρας προσφιλούς Μακαριότητος και της Αντιπροσωπείας της Αγιωτάτης Εκκλησίας της Ελλάδος υπήρξεν οικοδομητική και συντελεστική της σημειωθείσης επιτυχίας.
Και ως να μη ήρκει το διαβρωτικόν συνειδήσεων και προκαλούν σκανδαλισμόν ανίερον έργον των ευαρίθμων τούτων κληρικών και λαϊκών εν τω κλίματι της Αγιωτάτης Εκκλησίας της Ελλάδος, αι πληροφορίαι αύται, μη διαψευσθείσαι μέχρι σήμερον υπό τινος, αναφέρουσιν ότι ήδη αντιπροσωπεία υπό τον μνημονευθέντα ανωτέρω κληρικόν επεσκέφθη τας Αγιωτάτας Ορθοδόξους Εκκλησίας της Βουλγαρίας και της Γεωργίας, καθώς και την εκκλησιαστικήν Επαρχίαν της Μολδαβίας, και προέβη εις αναστάτωσιν του εκείσε πληρώματος, γενομένη ατυχώς δεκτή και υπό αδελφών Προκαθημένων και Ιεραρχών των ειρημένων Εκκλησιών. Επί πλέον, η ομάς αυτή, κατά τας αυτάς πληροφορίας πάντοτε ενεφάνισεν εαυτήν κατά την παρουσίαν αυτής εν Γεωργία ως μεταφέρουσαν την συνείδησιν του πληρώματος της Εκκλησίας της Ελλάδος.
Συμμερίζεται ασφαλώς και η Υμετέρα Μακαριότης και η Ιερά Σύνοδος της Αγιωτάτης Εκκλησίας της Ελλάδος, ότι τα σκοπίμως και ανιέρως διαθρυλούμενα και διαδιδόμενα υπό των εν λόγω κληρικών και λαϊκών αποτελούσι, κατά τον Μέγαν Βασίλειον, “ψυχών δηλητήρια [...] άπερ αι [...] μήνιγγες” των ειρημένων “εκβοώσι πολυφάνταστοι ούσαι δια το πάθος” (Επιστολή 210, Τοις κατά Νεοκαισάρειαν λογιωτάτοις] R.G. 32] 777Α). Άλλωστε, “το σχίσαι Εκκλησίαν, και φιλονείκως διατεθήναι, και διχοστασίας εμποιείν και της συνόδου διηνεκώς εαυτόν αποστερείν, ασύγγνωστον και κατηγορίας άξιον, και πολλήν έχει την τιμωρίαν” (Ιερού Χρυσοστόμου, Κατά Ιουδαίων Γ', R.G., 48, 872). […]
Καλώς γιγνώσκοντες οι πάντες, ότι “ουδέν ούτω παροξύνει τον Θεόν, ως το Εκκλησίαν διαιρεθήναι” (Ιερός Χρυσόστομος, Προς Εφεσίους ΙΑ , P.G. 62, 85), ως ατυχώς συμβαίνη δια της συμπεριφοράς των ειρημένων, ουδεμίαν αμφιβολίαν έχομεν ότι η Υμετέρα Μακαριότης και η Ιερά Σύνοδος της Αγιωτάτης Εκκλησίας της Ελλάδος θέλετε ενεργήσει το δέον, κατά την κανονικήν ακρίβειαν, και προβή εις τας δεούσας προς τους ειρημένους κληρικούς και λαϊκούς εκκλησιαστικάς συστάσεις και προτροπάς, ίνα μη δίδωσιν αφορμάς εις “σκάνδαλα”, επί απειλή επιβολής, εν περιπτώσει μη ανανήψεως, των προβλεπόμενων υπό των Θείων και ιερών κανόνων κυρώσεων, προς θεραπείαν των δια της συμπεριφοράς αυτών προκαλουμένων εις το σώμα της Εκκλησίας μωλώπων.»
Οι βαριές και δίκαιες εκφράσεις του Παναγιωτάτου είναι μία σαφής και ευθεία καταδίκη των σχετικών προς τη Σύνοδο ενεργειών και του π. Γκοτσόπουλου, για τη συμμετοχή του οποίου στα αντισυνοδικά εγχειρήματα είναι ενήμερος ο Παναγιώτατος. Οι αποστροφές του Παναγιώτη Ανδριόπουλου είναι, τηρουμένων των αναλογιών, λιγότερο σκληρές από αυτές που προέρχονται από τη γραφίδα του Προκαθημένου της Ορθοδόξου Εκκλησίας. Έχει στήσει, άραγε, και ο Παναγιώτατος «προπαγάνδα» εναντίον του π. Αναστασίου; Είναι και αυτός γκαιμπελιστής; Νομίζω πως, αν ο π. Αναστάσιος είναι συνεπής προς εαυτόν, οφείλει, μετά την αγωγή στον συνάδελφο, να προχωρήσει σε αντίστοιχη δικαστική κίνηση και εναντίον του Οικουμενικού Πατριάρχη, διότι, εν τέλει, τι σημασία έχουν για την διακονία και την εν γένει φήμη ενός κληρικού οι μομφές ενός ιστολόγου μπροστά στην ξεκάθαρη αποδοκιμασία του Παναγιωτάτου; «Ο π. Αναστάσιος Γκοτσόπουλος εκτιμά στο κείμενο της αγωγής του πως σκοπός του εναγόμενου θεολόγου είναι να στρέψει τον Μητροπολίτη Πατρών εναντίον του, να τον μειώσει ιερατικά και επιστημονικά, και φυσικά να τον “φιμώσει”», διαβάζουμε στην είδηση για την αγωγή (βλ. § 1). Ο Οικουμενικός Πατριάρχης τί κάνει;
Σύμφωνα με την Αγία και Μεγάλη Σύνοδο (παρά τα θρυλούμενα από τους αντισυνοδικούς, οι αποφάσεις της έχουν δεσμευτικό χαρακτήρα για σύμπασα την Ορθοδοξία): «Η Ορθόδοξος Εκκλησία θεωρεί καταδικαστέαν πάσαν διάσπασιν της ενότητος της Εκκλησίας, υπό ατόμων ή ομάδων, επί προφάσει τηρήσεως ή δήθεν προασπίσεως της γνησίας Ορθοδοξίας. Ως μαρτυρεί η όλη ζωή της Ορθοδόξου Εκκλησίας, η διατήρησις της γνησίας ορθοδόξου πίστεως διασφαλίζεται μόνον δια του συνοδικού συστήματος, τοοποίον ανέκαθεν εν τη Εκκλησία απετέλει την ανωτάτην αυθεντίαν επί θεμάτων πίστεως και κανονικών διατάξεων (κανών 6 της Β´ Οικουμενικής Συνόδου).» (Σχέσεις της Ορθοδόξου Εκκλησίας προς τον λοιπόν χριστιανικόν κόσμον,§ 22). Εν προκειμένω, η Σύνοδος καταδεικνύει τα όρια της θεμιτής κριτικής και προφυλάσσει από την ατομικιστική αυθαιρεσία ποιμένων ή λαϊκών, οι οποίοι αυτοανακηρύσσονται σε γνώμονες της αληθείας, νομίζοντας πως μια υποτιθέμενα προνομιακή σχέση τους προς τους αγίους ή την πατερική Παράδοση τους επιτρέπει να αξιολογούν Συνόδους, Πατριάρχες, θεολόγους χωρίς να ακούνε κανέναν. Αυτά που ακόμη και ο ακραίος προτεσταντισμός έχει αναγνωρίσει ως αδιέξοδα, δεν είναι δυνατόν να παρουσιάζονται σήμερα ως η πεμπτουσία της Ορθόδοξης Παράδοσης.
7. Ο ψόγος, ο έπαινος και οι πραγματικοί εχθροί. Από τα παραπάνω καθίσταται σαφές ότι ο Παναγιώτης Ανδριόπουλος δεν αξίζει ψόγο για την κριτική του εναντίον του π. Αναστασίου Γκοτσόπουλου, αλλά πολύ περισσότερο έπαινο, καθώς η κριτική αυτή αναφέρεται σε σημεία καίρια της σκέψης και της δράσης του εν λόγω κληρικού για τα οποία καλούνται να αποφανθούν τα δέοντα εκκλησιαστικά όργανα και για τα οποία προβλέπονται συγκεκριμένες ποινές από το Κανονικό Δίκαιο της Ορθόδοξης Εκκλησίας. Δεν πρόκειται για τις ανεδαφικές, αθεμελίωτες κραυγές ενός αθεολόγητου φωνασκούντος, αλλά για την αυτονόητη διακονία ενός πιστού μέλους της Εκκλησίας, ο οποίος εφιστά την προσοχή στη σκέψη ενός κληρικού που, με τη στάση του απέναντι στο Οικουμενικό Πατριαρχείο, την οικουμενική κίνηση και την Αγία και Μεγάλη Σύνοδο προκαλεί σοβαρά ζητήματα, έχοντας ήδη εισπράξει βαρύτατη αποδοκιμασία από τον Πρώτο της Ορθοδοξίας για τις δραστηριότητές του και δίχως να έχει μέχρι στιγμής δείξει το παραμικρό ίχνος μεταμέλειας.
Ίσως – και είθε – ο π. Αναστάσιος Γκοτσόπουλος να μετανοήσει και να κατανοήσει ότι ο Παναγιώτης Ανδριόπουλος δεν είναι εχθρός του. «Ντυμένοι φίλοι» έχουν έρθει «αμέτρητες φορές» οι όντως εχθροί του, οι οποίοι ως προβατόσχημοι λύκοι θέλουν να τον οδηγήσουν στο δρόμο της ακοινωνησίας, της αποτείχισης, του απογαλακτισμού από την Ορθόδοξη Εκκλησία. Σίγουρα υπάρχουν καλύτεροι τρόποι να χρησιμοποιήσει τα προφανή του τάλαντα, από το να τα θέτει, προφανώς με έναν ου κατ᾽ επίγνωσιν ζήλο, στην υπηρεσία κύκλων που εν τοις πράγμασιν υπονομεύουν την εκκλησιαστική ενότητα, προσφέροντας μόνο χαρά στους πολέμιους του Ευαγγελίου.
Κλείνω με ευχές για τις υπόλοιπες εόρτιες ημέρες, τις οποίες το Οικουμενικό Πατριαρχείο και η Εκκλησία της Ελλάδος εορτάζουν κατά το νέο ημερολόγιο. Από παλαιοημερολογητισμό χορτάσαμε. 
Πρώτη δημοσίευση στις 26.12.2017: http://fanarion.blogspot.com/2017/12/blog-post_31.html 

Τρίτη 20 Νοεμβρίου 2018

ΤΑ ΑΡΧΑΙΑ ΠΑΤΡΙΑΡΧΕΙΑ 

ΚΑΙ Η ΣΗΜΕΡΙΝΗ ΟΥΚΡΑΝΙΚΗ ΚΡΙΣΗ


Η ουκρανική κρίση έχει για την Ορθοδοξία καθαρτικό χαρακτήρα. Αποκαλύπτει πολλά από όσα επιμελώς κρύβονταν επί δεκαετίες σε διάφορες Εκκλησίες και φανερώνει πόσο κίβδηλα ήσαν πράγματα που υμνολογούνταν από ιδεαλιστές, ιδεοληπτικούς ή απλώς καλοπληρωμένους ως τάχα ακεραίως ορθόδοξα. Επίσης, δίνει μια ακόμη ευκαιρία να στρέψουμε την προσοχή μας στα πρεσβυγενή Πατριαρχεία Αλεξανδρείας, Αντιοχείας και Ιεροσολύμων, τα οποία γενικώς παραβλέπουμε, ενθυμούμενοι την παρουσία τους μόνο όποτε αναφίεται μία εκκλησιαστική κρίση. 
Το ότι όλα είναι εμπερίστατα είναι κοινό μυστικό, παρ᾽ ό, τι οι ειδικές συνθήκες ζωής του καθενός διαφέρουν. Από χριστιανική σκοπιά δικαιούται όμως κανείς να καταδικάσει ως ιταμή κάθε προσπάθεια επηρεασμού της εκκλησιαστικής τους θέσης με εκβιασμούς, γεωπολιτικά ή οικονομικά ανταλλάγματα. Δηλώσεις Ρώσων κληρικών έδειξαν ότι κάποιες τέτοιες προσπάθειες έγιναν και γίνονται. Η διαρκής επισήμανση της βαρύτητας των Σλάβων προσκυνητών για αυτά είναι ίσως η πιο κομψή έκφραση της πίεσης που τους ασκείται. 
Και όμως, μέσα στις δυσχερείς αυτές συνθήκες, τα πρεσβυγενή Πατριαρχεία δεν φαίνεται να χάνουν την εκκλησιακή τους συνείδηση. Οι δηλώσεις Προκαθημένων τους με τις οποίες στήριξαν τον Μητροπολίτη Ονούφριο ήταν αναμενόμενες, καθώς εκφέρθηκαν σε μία περίοδο όπου όντως η μόνη κανονική δομή στην Ουκρανία ήταν η υπό τον (από τις 11 Οκτωβρίου ενδιαφερόντως άφωνο) αυτόν αρχιερέα. Δεν θα μπορούσε να περιμένει κανείς από Πρωθιεράρχες ότι θα ενισχύσουν σχισματικούς προτού αυτοί αποκατασταθούν στο Σώμα της Εκκλησίας, έστω και αν θα ήταν ευκταία μία ρητή έκφραση εμπιστοσύνης στην Κωνσταντινούπολη. Τόσο στην κοινή έκκληση των Προκαθημένων Αλεξανδρείας και Πολωνίας, όσο και στην αντίστοιχη εκείνων της Αντιοχείας και της Σερβίας (σημειωτέον ότι η δεύτερη δημοσιεύεται μετά τις τελευταίες αποφάσεις των Εκκλησιών Κωνσταντινουπόλεως και Μόσχας) αποφεύγεται κάθε ακραίος χαρακτηρισμός και προκρίνονται γενικόλογες διατυπώσεις καταφανώς αντικείμενες προς τη ρητορική που καθημερινά, μανικά και εμμονικά χρησιμοποιεί ο Μητροπολίτης Βολοκολάμσκ και οι συν αυτώ. Ενώ η Ρωσία μιλάει για σχισματικό Βαρθολομαίο και για ένα Πατριαρχείο που αποκόπηκε από το Σώμα της Εκκλησίας, οι Πρωθιεράρχες αυτοί μιλούν για έναν αδελφό και ουδόλως οικειοποιούνται τις κανονικές συνεπαγωγές της ακραίας ρωσικής θέσης. Μάλιστα, αν πιστέψουμε στην κανονική εγκυρότητα της αρχής ότι ο «ακοινωνήτω κοινωνών ακοινώνητος», καλό θα ήταν να αναρωτηθούν οι Ρώσοι ιεράρχες τί σημαίνει γι᾽ αυτούς το ότι συνεχίζουν να κοινωνούν με Εκκλησίες που συνεχίζουν να αναγνωρίζουν κανονικά και μυστηριακά την Κωνσταντινούπολη. Η χθεσινή (22 Οκτωβρίου) τελετή στο ιεροσολυμιτικό Μετόχιο στη Βασιλίδα των Πόλεων και η γνωστοποίηση του Γράμματος του Πατριάρχη Ιεροσολύμων με το οποίο αιτείται Μύρου από τον Οικουμενικό Πατριάρχη, χώρια ή διόλου τυχαία προσφώνηση του Αρχιεπισκόπου Ανθηδώνος, αποτελεί σαφή πράξη όχι μόνο συναισθηματικής αλληλεγγύης, αλλά και αναγνώρισης της κανονικότητας των πράξεων της Πρωτόθρονης Εκκλησίας. Προφανώς δεν είναι δίχως σημασία και η προβολή που επιφύλαξε η Εκκλησία Αλεξανδρείας στην προ ημερών εγκάρδια συνάντηση του Προκαθημένου της με τον Πρέσβη της Ουκρανίας στην Αίγυπτο.
Είναι άλλωστε σαφές ότι ο ισοπεδωτικός αυτοκεφαλισμός που εισηγείται η Μόσχα καθρεφτίζει ουσιαστική περιφρόνηση των κανονικών προνομίων των πρεσβυγενών Πατριαρχείων και της Εκκλησίας της Κύπρου, τα οποία έχουν δοθεί από Οικουμενικές Συνόδους. Αμφισβητώντας την κανονικότητα των κινήσεων του Οικουμενικού Πατριάρχη, οι Εκκλησίες αυτές θα στρέφονταν ενάντια προς τα καλώς νοούμενα συμφέροντά τους. Το ότι, πέρα από τις εκκλησιακές έγνοιες, ακόμη και στοιχειώδης πραγματισμός φαίνεται πως θα αποτρέψει τις Εκκλησίες αυτές από ακρότητες, μόλις είναι ανάγκη να το επισημάνουμε. 
Αν πιστεύουμε ότι δεν υπάρχουν Εκκλησίες πρώτης και δεύτερης διαλογής και ότι η κοσμική δύναμη δεν πρέπει να αποτελεί τον πρωταρχικό ρυθμιστικό παράγοντα της ζωής της Εκκλησίας, είναι προφανές ότι δυνάμεθα να αντλήσουμε διδάγματα και από τον τρόπο χειρισμού της κρίσης των Εκκλησιών Αντιοχείας και Ιεροσολύμων. Δεν έχω κρύψει την αποδοκιμασία μου για τον τρόπο που το Πατριαρχείο Αντιοχείας εργαλειοποίησε την κρίση αυτή για να δικαιολογήσει την απουσία του από την Αγία και Μεγάλη Σύνοδο (αν και, ενδεχομένως, ως προς το συγκεκριμένο ζήτημα του Κατάρ να έχει δίκαιο), έλειψε όμως ο μελοδραματισμός, η ένταση και οι χυδαίες ύβρεις που διακρίνουν εκφραστές της ρωσικής στάσης απέναντι στην Κωνσταντινούπολη σήμερα. Και στις δύο περιπτώσεις έχουμε να κάνουμε με μονομερή διακοπή κοινωνίας και συναφείς μομφές, τα πρεσβυγενή όμως Πατριαρχεία Αντιοχείας και Ιεροσολύμων δεν προχώρησαν σε τέτοιας έκτασης λεκτικές βιαιότητες και αναξιοπρεπείς «διπλωματικούς» μαραθωνίους εκκλησιαστικών και πολιτικών αξιωματούχων.
Νομίζω ότι τα αρχαία Πατριαρχεία δύνανται να δείξουν πως η γλώσσα των εκβιασμών, των ύβρεων, των γεωπολιτικών και οικονομικών «ανταλλαγμάτων» δεν έχει μακροπρόθεσμα ελπίδα στην Ορθοδοξία. Είθε να συνεχίσουν να στέκονται στο ύψος των περιστάσεων, με σύνεση, αλλά και την αποφασιστικότητα που επιβάλλουν οι σημερινές συνθήκες, όντας μεν Εκκλησίες πτωχές, πολλούς όμως πλουτίζοντας (βλ. Β´ Κορ. 6:10). 
Πρώτη δημοσίευση (23.10.2018): http://fanarion.blogspot.com/2018/10/blog-post_24.html 

Δευτέρα 19 Νοεμβρίου 2018

Η ΡΩΣΙΚΗ ΣΤΑΣΗ ΕΝΑΝΤΙ ΤΗΣ ΟΥΚΡΑΝΙΚΗΣ ΑΥΤΟΚΕΦΑΛΙΑΣ. 

ΤΡΕΙΣ ΠΑΡΑΤΗΡΗΣΕΙΣ




I: Η ΑΥΤΟΚΕΦΑΛΙΑ ΤΩΝ ΝΕΟΤΕΡΩΝ ΕΚΚΛΗΣΙΩΝ

Διαβάζοντας κανείς την πληκτικά εκτενή ανακοίνωση της Ιεράς Συνόδου της Εκκλησίας της Ρωσίας (15.10.2018) εναντίον του Οικουμενικού Πατριαρχείου, ματαίως αναζητάει στην επιχειρηματολογία της την κανονική διάκριση ανάμεσα στην αυτοκεφαλία που χορηγήθηκε με αποφάσεις Οικουμενικών Συνόδων στα πέντε πρεσβυγενή Πατριαρχεία και στην Εκκλησία της Κύπρου από τη μια και σε εκείνη που αποδόθηκε από το Οικουμενικό Πατριαρχείο στις νεότερες Εκκλησίες κατόπιν από την άλλη. 

Η κοινή λογική υποδεικνύει πως η αρχή που έχει το δικαίωμα χορήγησης, διατηρεί στο ακέραιο και το δικαίωμα άρσης της αυτοκεφαλίας, κάτι που καθρεφτίζεται στη μακραίωνη συνείδηση της Εκκλησίας της Κωνσταντινουπόλεως, με εξαιρετικά πρόσφατο (2012) το παράδειγμα της Εκκλησίας Τσεχίας και Σλοβακίας. Ο Οικουμενικός Πατριάρχης αντέδρασε επιστολικώς στις αντικανονικές πράξεις του τότε Προκαθημένου της Χριστοφόρου, εφιστώντας του την προσοχή στην αρχή αυτή, με αποτέλεσμα ο στοιχειωδώς νοήμων Πρωθιεράρχης να ανακρούσει πάραυτα πρύμναν, επιζητώντας το έλεος της Εκκλησίας Κωνσταντινουπόλεως. 

Στην ανακοίνωση της Εκκλησίας της Ρωσίας η ισοτιμία των Εκκλησιών εκλαμβάνεται ιδιοτελώς ως ισοπέδωση, ωσάν τα δίκαια των πρεσβυγενών Θρόνων να είναι τα αυτά με τα αντίστοιχα των νεοτέρων Εκκλησιών. Οι συντάκτες της ανακοίνωσης θολώνουν τα νερά ερμηνεύοντας κανόνες που αναφέρονται σε Πατριάρχες με επικυρωμένα δίκαια από Οικουμενικές Συνόδους ωσάν να έχουν εφαρμογή και στους Προέδρους των λοιπών Αυτοκεφάλων Εκκλησιών. Η ισοπεδωτική αυτή λογική δεν καθρεφτίζει σεβασμό προς τη Μητέρα Εκκλησία της Κωνσταντινουπόλεως και τις Οικουμενικές Συνόδους, οι οποίες έχουν ιδιαίτερο κύρος στην Ορθοδοξία. Ίσως δεν κατανοούν οι συντάκτες του κειμένου αυτού ότι, υπονομεύοντας τα δίκαια της Πρωτόθρονης Εκκλησίας, θέτουν υπό αίρεση τις προϋποθέσεις της δικής τους αυτοκεφαλίας, η οποία χορηγήθηκε αποκλειστικά από την Εκκλησία της Νέας Ρώμης. Η σουπιά θολώνει τα νερά φτύνοντας το μελάνι της (και καλά κάνει για να επιβιώσει στους βυθούς), η Εκκλησία όμως οφείλει στις επίσημες εκφράσεις της να καθρεφτίζει την καθαρότητα του λόγου του Θεού.


II: Η ΕΚΚΛΗΣΙΑ ΠΟΥ ΑΦΟΡΙΣΕ ΤΟΝ ΕΑΥΤΟ ΤΗΣ

Ρώσοι κληρικοί, με πρώτο τον Πατριάρχη Μόσχας Κύριλλο και δεύτερο τον Μητροπολίτη Βολοκολάμσκ Ιλαρίωνα, διακηρύσσουν καθημερινά, εμμονικά και μανικά ότι το Οικουμενικό Πατριαρχείο είναι σχισματικό, ότι δεν είναι καν ορθόδοξο, ότι είναι εκτός Εκκλησίας. Για να θεμελιώσουν τη θέση τους επικαλούνται την κανονική αρχή πως «ὁ ἀκοινωνήτοις κοινωνὼν ἀκοινώνητος», με αναφορά στην απόφαση της Πρωτόθρονης Εκκλησίας να άρει τα επιτίμια των σχισματικών κληρικών και λαϊκών της Ουκρανίας, απόφαση την οποία εσκεμμένα ερμηνεύουν εσφαλμένα.

Οι λαλίστατοι κληρικοί παραβλέπουν, και πάλι εσκεμμένα, ότι δώδεκα Αυτοκέφαλες Εκκλησίες είναι σε ευχαριστιακή κοινωνία με την Κωνσταντινούπολη. Κατά τη συλλογιστική τους, πρέπει να είναι και αυτές οι Εκκλησίες ακοινώνητες, δεν πρέπει να είναι καν Εκκλησίες. Το πιο ενδιαφέρον όμως είναι ότι οι κληρικοί αυτοί αποσιωπούν ότι η δική τους Εκκλησία είναι σε ευχαριστιακή κοινωνία με τις Εκκλησίες αυτές, με τις Εκκλησίες οι οποίες κοινωνούν με τη σχισματική Κωνσταντινούπολη, με τις Εκκλησίες τις ακοινώνητες. Η έσχατη συνέπεια αυτής της συλλογιστικής: Καθώς κοινωνεί (δήθεν) ακοινωνήτοις, η Εκκλησία της Ρωσίας αφόρισε τον εαυτό της.


III: Η ΡΩΣΙΚΗ ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΩΝ ΧΑΜΕΝΩΝ ΕΥΚΑΙΡΙΩΝ

Η ρωσική αντίδραση στην ουκρανική αυτοκεφαλία είναι κοντόφθαλμη και ουσιαστικά στρέφεται εναντίον των συμφερόντων της Εκκλησίας αυτής, αν ισχύουν οι ισχυρισμοί του Πατριαρχείου Μόσχας αναφορικά προς τους μακραίωνους δεσμούς Ρώσων και Ουκρανών. Η χορήγηση αυτοκεφαλίας δεν έχει οντολογικό χαρακτήρα. Δεν δημιουργεί μία άλλη Εκκλησία (μία είναι η Εκκλησία του Χριστού), αλλά μία διακριτή κανονική-διοικητική ενότητα. Δεν θραύει πνευματικούς δεσμούς, αλλά, αντιθέτως, τους κάνει πιο ορατούς. 

Η αυτοκεφαλία της Εκκλησίας της Ουκρανίας θα σημάνει μία επί πλέον ψήφο σλαβικής Εκκλησίας στην πανορθόδοξη οικογένεια. Αν ήθελε να δικαιώσει όσους το μέμφονται πως επιδιώκει την απολυτοποίηση της ελληνόφωνης παρουσίας στον ορθόδοξο χώρο, το Οικουμενικό Πατριαρχείο θα έπρεπε να αφήσει τα πράγματα ως έχουν, να μη δώσει τη δυνατότητα σε μία ακόμη σλαβική φωνή να αρθρωθεί στα όργανα της πανορθοδοξίας. Φυσικά, για άλλη μια φορά η Κωνσταντινούπολη διαψεύδει τους εμπαθείς κατηγόρους της: Αν όντως υπάρχουν βαθείς πνευματικοί δεσμοί Ρώσων και Ουκρανών, το Πατριαρχείο Κωνσταντινουπόλεως προσφέρει τη δυνατότητα περαιτέρω ενδυνάμωσής τους, δίνει στους Σλάβους μία ψήφο παραπάνω. Τι άλλο θέλουν; 

Ανασκοπώντας όμως την ιστορία της Εκκλησίας της Ρωσίας, ιδίως δε τα τελευταία χρόνια, όπου ιδιαίτερη ευθύνη για τα τεκταινόμενα φέρουν οι Μόσχας Κύριλλος και Βολοκολάμσκ Ιλαρίων, διαπιστώνει κανείς πόσο κοντόφθαλμη είναι η λογική που διέπει τις κινήσεις τους. Αν στοιχειωδώς συνεργάζονταν με το Φανάρι, θα κέρδιζαν τον έπαινο σύμπασας της Ορθοδοξίας. Χωρίς να δώσουν τίποτε ουσιαστικό, θα κέρδιζαν τα πάντα. Αν έρχονταν στην Αγία και Μεγάλη Σύνοδο, και παρότρυναν και τους άλλους απόντες να αναθεωρήσουν τις απόψεις τους, θα αναδεικνύονταν ως συνεγγυητές της ενότητας. Αν συμμετάσχουν οι στη Μόσχα αναφερόμενοι επίσκοποι της Ουκρανίας στη συγκροτητική της νέας Εκκλησίας σύνοδο είναι σαφές ότι λόγω της αριθμητικής υπεροχής τους δύνανται να εκλέξουν τον προκαθήμενο της επιλογής τους και να οδηγήσουν προς τα εκεί που αυτοί θέλουν τη νέα Εκκλησία. Η πρόσφατη ιστορία της Εκκλησίας της Ρωσίας είναι μία ιστορία χαμένων ευκαιριών, χρυσών ευκαιριών.

Πρώτη δημοσίευση: http://www.nyxthimeron.com/2018/11/blog-post_58.html?fbclid=IwAR2k7LJgdmPHahnzBK5ZrZ9uBPLLqf0fuIkMyObK3veaee2DKR8PYVnwg_M 


Κυριακή 18 Νοεμβρίου 2018

Τρία νεότερα σχόλια για το εκκλησιαστικό ζήτημα της Ουκρανίας



I: Η δήλωση της Ιεράς Συνόδου της Εκκλησίας της Ρωσίας (14.09.2018)
Η δήλωση που υιοθέτησε η Ιερά Σύνοδος της Εκκλησίας της Ρωσίας (14.09.2018) έχει λειτουργία απομυθευτική, έστω και αν αυτό δεν ήταν στις προθέσεις των συντακτών της. Με αυτήν καταπίπτει ο μύθος των αδιάσειστων στοιχείων που, δήθεν, αν αποκαλυφθούν, θα τεκμηριωθεί περίτρανα η επί του Κιέβου μοσχοβιτική δικαιοδοσία και θα καταρρεύσουν σαν τραπουλόχαρτα οι αξιώσεις της Κωνσταντινουπόλεως. Σε μία αποφασιστική συνοδική ώρα η ρωσική ιεραρχία ουδέν στοιχείο με εκκλησιολογική και κανονική σημασία κατέθεσε, αντιπαρερχόμενη, μεταξύ άλλων, τις συγκεκριμένες προϋποθέσεις της Αυτοκεφαλίας της Μόσχας (αναγνώριση του πρωτείου του Κωνσταντινουπόλεως), όσο και την υποχρέωση μνημόνευσης του Οικουμενικού Πατριάρχη από τον Μητροπολίτη Κιέβου, ως εγγυητή της ευχαριστίας της Εκκλησίας της Ουκρανίας (Πατριάρχης Δοσίθεος, 1686). Τα περιστατικά που απαριθμεί για τη στήριξη των θέσεών της δεν αποτελούν παρά καταγραφή αντικανονικών πράξεων. Η επανάληψη της αντικανονικότητας, η οποία επενδύει στην ανοχή που εν οικονομία ασκεί η εκκλησιαστική αρχή, δεν καθιστά την ανωμαλία κατάσταση ομαλότητας.
Παράλληλα, καταπίπτει ο μύθος της θεολογικής εγκράτειας και πνευματικότητας που δήθεν χαρακτηρίζει υπερπλεοναστικά τη Ρωσική Εκκλησία, όπως υποστηρίζουν, ουχί ανιδιοτελώς, διάφοροι εν Ελλάδι κληρικοί και λαϊκοί. Το κείμενο χαρακτηρίζεται από έλλειψη θεολογικών επιχειρημάτων, η οποία εκπλήσσει (ας παρατηρήσει κανείς πώς αντιμετωπίζεται το εκκλησιολογικά κεντρικό ζήτημα του Αυτοκεφάλου σε αυτό, λες και όλα είναι απλώς καρποί της συγκυρίας). Την αδυναμία αυτή των θέσεων στο συγκεκριμένο ζήτημα της Ουκρανίας (αλήθεια, πόσες φορές αναφέρεται απλώς το ουκρανικό ποίμνιο και οι έγνοιες του στην εκτενή αυτή δήλωση;) επιχειρούν οι ιεράρχες να αντισταθμίσουν με μία ανιστορική απαρίθμηση όλων των υποτιθέμενων δεινών που έχουν υποστεί από το Οικουμενικό Πατριαρχείο, δίνοντας πολύ υλικό στους μελετητές που ασχολούνται με τους μηχανισμούς συγκρότησης αφηγήσεων για το παρελθόν και για τη στοχοθεσία τους. Διαβάζοντας τις δηλώσεις αρχιερέων της Ρωσικής Εκκλησίας στο πλαίσιο της απόφασης αυτής (π.χ. Βολοκολάμσκ Ιλαρίων και Κιέβου Ονούφριος) εκπλήσσεται κανείς από τη γλώσσα τους και αναρωτιέται για το πού βρίσκεται η αρχοντιά, η ομορφιά, η ανωτερότητα της ρωσικής πνευματικής παράδοσης, αναζητώντας απεγνωσμένα τους ακόμη μύστες της, που μάλλον δεν είναι πολλοί στα ανώτατα ιεραρχικά κλιμάκια.

II: Η Ουκρανία, η αυτοκεφαλία και η εκκλησιολογία
Στην περίπτωση της Ουκρανίας αντιπαρατίθενται δύο εκκλησιολογίες: Η παραδοσιακά ορθόδοξη, αυτή του πρωτείου της τιμής (της τιμής, όχι της διακόσμησης) και η κατά βάσιν εθνικιστική αλλοτρίωσή της που ακούει στο όνομα αυτοκεφαλισμός. Η αυτοκεφαλία προϋποθέτει την πρωτόθρονη Εκκλησία ως αρχή που την απονέμει και κατά περίπτωση αίρει στο πλαίσιο της οργανικής ενότητας του εκκλησιακού σώματος, το οποίο δεν είναι απλώς άθροισμα μελών, αλλά έχει αναγνωρίσιμη κεφαλή. Ο αυτοκεφαλισμός είναι η εκκλησιολογική νομιμοποίηση των παράλληλων μονολόγων των Εκκλησιών, συνήθως στο όνομα συγκεκριμένων εθνικιστικών σκοπιμοτήτων. Όχι τυχαία εκπορεύεται από κύκλους που συστηματικά υπονομεύουν το πρωτείο της Εκκλησίας της Νέας Ρώμης. Ουσιαστικά προπαγανδίζει όχι απλώς την αυτοτέλεια, αλλά την απολελυμένη ύπαρξη των Εκκλησιών. Η καθεμία ακολουθεί το δρόμο της αρνούμενη την ουσιαστική κοινωνία με τις άλλες, αλλά και την πράξη της υπακοής έναντι μίας αρχής συντονιστικής του Σώματος, δηλαδή της κεφαλής. Το Σώμα τεμαχίζεται σε μέλη που προχωρούν παράλληλα νομίζοντας πως είναι όλα κεφαλές. Τη θεωρία του αυτοκεφαλισμού προκρίνουν κυρίως θεολόγοι του Πατριαρχείου της Μόσχας, ώστε να αρνηθούν κάθε έννοια πρωτείου στην Εκκλησία της Κωνσταντινουπόλεως. Ένα τέτοιο μοντέλο εκφυλίζει την Ορθοδοξία σε μία προτεσταντίζουσα συνομοσπονδία Εκκλησιών. Λάθη που οι προτεστάντες σήμερα διορθώνουν, θέλουν κάποιοι να τα διαπράξουν στο όνομα της αυθεντικότητας της Ορθοδοξίας. Ο αυτοκεφαλισμός συνιστά ένα μοντέλο απολύτως ουτοπικό, διότι προπαγανδίζει έναν εκκλησιολογικό αυτισμό, ο οποίος όμως αποτελεί αντίφαση εν τοις όροις. Οι υποστηρικτές του γνωρίζουν ότι είναι ανεφάρμοστος. Στην ουσία έχουμε να κάνουμε με ένα μοντέλο που κρύβει πολλή υποκρισία. Οι εν Ρωσία θιασώτες του δεν είχαν κανένα πρόβλημα με την κραυγαλέα ανάμειξη, φερ᾽ ειπείν, του Πατριαρχείου Μόσχας στην προ ετών κρίση της Εκκλησίας Τσεχίας και Σλοβακίας. Ο αυτοκεφαλισμός ισχυρίζεται ότι θέλει να δημοκρατικοποιήσει και να φιλελευθεροποιήσει την Εκκλησία, οι υποστηρικτές του όμως τον θεωρούν υπόρρητα ως ένα μεταβατικό μοντέλο, αποσκοπώντας μακροπρόθεσμα στην κατάληψη μιας εξουσίας που τώρα αποκηρύσσουν. Στην περίπτωση του αυτοκεφαλισμού το αυτοκέφαλο, παραμένοντας ακοινώνητα ιδιοκέφαλο, εκφυλίζεται σε κακοκέφαλο. Η Εκκλησία της Κωνσταντινουπόλεως, ως αποκλειστική χορηγός του αυτοκεφάλου και φύλακας της ενότητας, έχει γνώση. Σε πείσμα των υβριστών της.

III: Η αυτοκεφαλία και ο λαός της Ουκρανίας
Από τις αντιδράσεις του Πατριαρχείου Μόσχας και των υποστηρικτών του στη δρομολογημένη χορήγηση αυτοκεφαλίας στην Εκκλησία της Ουκρανίας απουσιάζουν όχι μόνο ο σεβασμός, αλλά συχνά ακόμη και η απλή αναφορά στο λαό της πολύπαθης αυτής χώρας, τις έγνοιες και τις ελπίδες του. Αναλυτές της διένεξης των Ρώσων με το Οικουμενικό Πατριαρχείο ανάγουν μονοσήμαντα, και πολλές φορές με καφενειακή προχειρότητα, τη διαμάχη στη γεωπολιτική, μιλώντας μόνο για Έλληνες, Αμερικανούς και Ρώσους, προσπερνώντας ειρωνικά τον ισχυρισμό πως στη συγκεκριμένη περίπτωση υφίσταται ένα σοβαρό όχι μόνο εκκλησιολογικό, αλλά και ποιμαντικό πρόβλημα, το οποίο η Μόσχα απέτυχε επί δεκαετίες να λύσει. Θεωρήσεις που δίνουν την ψευδαίσθηση ομόνοιας μεταξύ Ρώσων και Ουκρανών εθελοτυφλούν μπροστά στη γεμάτη εντάσεις ιστορία των δύο λαών, η οποία δεν συντελεί στην οικοδόμηση της αναγκαίας εμπιστοσύνης που αποτελεί τη βάση μιας εκκλησιακής κοινότητας. Γνωρίζω ότι το επιχείρημα εύκολα εκφυλίζεται, πώς όμως να πείσει κανείς ένα λαό να συνεχίσει να υπάγεται εκκλησιαστικά σε μία δομή η οποία ελέγχεται πλήρως από μία χώρα εχθρική, η οποία μάλιστα πριν λίγα χρόνια βίαια τραυμάτισε την εθνική του κυριαρχία; 
Χρόνια τώρα η ρωσική προπαγάνδα (δυστυχώς, και πολλοί Έλληνες αναμεταδότες της) συκοφαντούν τον ουκρανικό λαό ως νεοναζί. Τον λοιδορούν για τον υποτιθέμενα υπερτροφικό εθνικισμό του και εν γένει τον δαιμονοποιούν, θεωρώντας σχεδόν φυσική την προσάρτηση της Κριμαίας από τη Ρωσία ή τη δράση Ρώσων αυτονομιστών στην Ανατολική Ουκρανία. Υπερασπιζόμενοι την πατρίδα τους και αγωνιζόμενοι να συγκροτήσουν μία ισχυρή ταυτότητα στο μετασοβιετικό κόσμο, οι Ουκρανοί καθυβρίζονται από δυνάμεις που παρουσιάζονται ως θιασώτριες της ειρήνης, της αυθεντικότητας της Ορθοδοξίας και της κανονικής τάξης της Εκκλησίας, έστω κι αν άλλα δείχνουν τα έργα τους. Συγκλονίζει μάλιστα η κυνική θέση που ζητάει από τους Ουκρανούς είτε να ενταχθούν στην υπό το Πατριαρχείο Μόσχας Ουκρανική Εκκλησία είτε να πεθάνουν στο σχίσμα. Το ότι εκατομμύρια ανθρώπων καταδικάζονται στην ακοινωνησία με την όχι απλώς μη ρεαλιστική, αλλά αφιλάνθρωπη και προκλητική τούτη στάση, δεν φαίνεται να συγκινεί τους όψιμους κήρυκες των ρωσικών εκκλησιαστικών δικαίων, τα οποία, άλλωστε, δεν υφίστανται. Χορηγώντας αυτοκεφαλία στην Εκκλησία της Ουκρανίας, το Οικουμενικό Πατριαρχείο προβαίνει σε μία πράξη σεβασμού προς ένα συκοφαντούμενο, λοιδωρούμενο λαό και θεραπεύει με διάκριση και ποιμαντική σύνεση ένα μεγάλο σχίσμα, επιτρέποντας σε μία σημαντική πνευματική παράδοση να επανενταχθεί στην κανονική Ορθοδοξία. Διότι και τούτο είναι λυπηρό: Μπροστά στο άγχος να μη φύγουν οι Ρώσοι (που, και αν φύγουν, θα φύγουν από επιλογή τους και αργά ή γρήγορα θα επιστρέψουν, αν δεν θέλουν οι ίδιοι να εξελιχθούν από κανονική Εκκλησία σε σχισματική δομή), ξεχνάμε αυτούς που έρχονται, λησμονούμε ότι μία ακόμη σπουδαία φωνή θα ακούγεται με θεσμική αξιοπρέπεια στην ορθόδοξη οικογένεια.

Σημείωση: Ευχαριστώ πολύ τον π. Παναγιώτη Καποδίστρια για την πρότασή του να αναδημοσιεύσει στο ιστολόγιό του σχόλιά μου, τα οποία αναρτώ στο διαδίκτυο, ώστε να δοκιμαστούν στη συζήτηση (βλ. και ΕΔΩ). Κάποια στιγμή θα ήθελα να επεξεργαστώ αυτό το υλικό, ώστε να προκύψει μία τουλάχιστον πιο απαιτητική δημοσίευση. Δεν επιθυμώ όμως να περιμένω ιδιοτελώς να κατακαθίσει η σκόνη. Στις ιστορικές στιγμές καλούμαστε να καταθέτουμε έγκαιρα τον όποιο οβολό μας.

Πρώτη δημοσίευση: http://www.nyxthimeron.com/2018/09/blog-post_89.html

Τρία σύντομα σχόλια για την επί θύραις Ουκρανική Αυτοκεφαλία




                                                                 Ι 
Στην περίπτωση της Ουκρανίας συγκρούονται δύο εκκλησιολογίες με σαφείς οικουμενικές συνεπαγωγές. Η μία βλέπει στο σχίσμα όχι μόνο το σκάνδαλο, παρά πρωτίστως την ασθένεια, κινείται δε ρεαλιστικά προς τη θεραπεία της. Πολύ περισσότερο, αναγνωρίζει εκκλησιακότητα στις δομές εκείνες που παραμένουν αποσχισμένες από την κανονική Ορθοδοξία. Και, συμφώνως προς τη θεολογία των Πατέρων, όχι μόνο τους σχισματικούς, ακόμη και τους μη καθ᾽ όλα Ορθόδοξους, δεν τους εκλαμβάνει ως αβάπτιστους. Η άλλη εκκλησιολογία σκέφτεται πολωτικά, μανιχαϊστικά, δαιμονοποιητικά. Θέλει να υποτάξει και να ταπεινώσει, περιφρονώντας την πραγματικότητα. Απαξιοί αντιχριστιανικά τα απολωλότα πρόβατα, δεν θέλει να τα φέρει πίσω παρά δια της τρομοκρατίας. Δεν τα αναγνωρίζει ως μέλη του Σώματος. Αν όμως αυτό συμβαίνει για ομάδες ομοπίστων, οι οποίοι έχουν αποσχιστεί για λόγους κανονικούς, δεν χρειάζεται πολύ να καταλάβει κανείς τί πιστεύει η εκκλησιολογία αυτή για τους ετεροδόξους. Το πιο ενδιαφέρον είναι ότι οι πιο φανατικοί εκφραστές αυτής της σκέψης εντοπίζονται σε ομάδες και εκκλησιακές δομές που επί δεκαετίες ήσαν σχισματικές και απαξιωμένες από την παγκόσμια Ορθοδοξία. Φωνάζουν αυτοί που έχουν τις περισσότερες εκκρεμότητες. Το ότι αυτή η εκκλησιολογία, η οποία αντιμετωπίζει τον σχισματικό ως μη χριστιανό, ως σέκτα, είναι ανεδαφική, προκύπτει από την ίδια την ιστορία. Αυτοί που αρνούνται την εκκλησιακότητα των σχισματικών, πρώτοι πρώτοι τους δεξιώνονται χωρίς κανένα αναβαπτισμό, όποτε αποκαθίστανται η επικοινωνία και η κοινωνία. Ας σκεφτεί κανείς τα παραδείγματα της Εκκλησίας της Βουλγαρίας ή της Ρωσικής Εκκλησίας της Υπερορίου Δικαιοδοσίας και ας βγάλει τα συμπεράσματά του για την έλλειψη σοβαρότητας που διακρίνει αυτούς που σήμερα μιλούν για τα σχίσματα και τους σχισματικούς. Η εκκλησιολογία είναι φιλάνθρωπη. Όταν είναι απάνθρωπη, δεν είναι εκκλησιολογία.



II

Η έγνοια για την ενότητα δεν σημαίνει επευλόγηση της παράλυσης ούτε επιτρέπεται να χρησιμοποιείται ανοικονόμητα ως άλλοθι της αποτελμάτωσης. Αν η Εκκλησία αποτελεί πραγματικότητα δυναμική, Σώμα δηλαδή και όχι πτώμα, δεν μπορεί παρά να βιώνει την αλήθεια της προχωρώντας και δημιουργώντας. Κάποιοι θέλουν τον ορθόδοξο κόσμο σαν ένα βάλτο, όπου δεν πρέπει να κινείται τίποτε μόνο και μόνο για να μη θιγούν οι «ευαισθησίες» ομάδων και εκκλησιαστικών μορφωμάτων ακραία συντηρητικών. Πόσες φορές ακούει κανείς πως δεν πρέπει να αγγίξουμε τίποτε για να μη συγχυστεί η α´ ή η β´ τοπική Εκκλησία ή η κάθε τυχάρπαστη σφηκοφωλιά κάποιου ψευτογέροντα, η οποία θέλει να επιβάλλει τη θέση της φωνασκώντας και απειλώντας; Πόσο θα κωφεύει ακόμη η Ορθοδοξία στα κελεύσματα και στον πόνο του σύγχρονου ανθρώπου, για να μην ταράσσεται η μακαριότητα φονταμενταλιστών ή ποικιλοτρόπως ιδιοτελών; Ναι, η ετερογνωμία είναι σεβαστή. Ναι, ο διάλογος είναι αναγκαίος και απαιτεί υποχωρήσεις. Ενίοτε όμως οφείλει κανείς, μακροπρόθεσμα κοιτώντας, να επιλέγει τον επώδυνο, όσο και λυτρωτικό δρόμο της τόλμης, ιδιαιτέρως δε στην Εκκλησία. Ο διάλογος έχει νόημα όταν υπάρχει προοπτική απτών αποτελεσμάτων και όχι μόνο για να βγάζουμε φωτογραφίες συναντώμενοι σε όμορφα τοπία. Κάθε εγχείρηση πονάει, τα στεκάμενα όμως νερά τρέφουν καρκινώματα.



III

Απολύτως αναμενόμενη, όσο και ανοικονόμητη, η σημερινή απόφαση της Ιεράς Συνόδου της Εκκλησίας της Ρωσίας αποτελεί έκφραση τυπική ανθρώπων που βρίσκονται από επιλογή στη λάθος πλευρά της ιστορίας. Είχαν περισσότερα από 25 χρόνια στη διάθεσή τους για να αντιμετωπίσουν ρεαλιστικά, ποιμαντικά και φιλάνθρωπα το ουκρανικό ζήτημα. Επέλεξαν την οδό του σχίσματος και της ταύτισης με την πολιτική εξουσία μίας χώρας που σήμερα εχθρεύεται την Ουκρανία. Ζητούν πανορθόδοξη συνάντηση με καθυστέρηση δεκαετιών, όταν οι ίδιοι αρνήθηκαν προ διετίας να συμμετάσχουν στην κατ᾽ εξοχήν συνάντηση της Πανορθοδοξίας. Ενώ δεν έχει σχεδόν ξεκινήσει η αποστολή των πατριαρχικών Εξάρχων, προχωρούν στην αποχώρηση από τις πανορθόδοξες δομές. Διακόπτουν το μνημόσυνο του Οικουμενικού Πατριάρχη, όχι όμως ακόμη και την ευχαριστιακή κοινωνία με τους κληρικούς της Εκκλησίας που τον μνημονεύει (δηλ. της Εκκλησίας που αναγνωρίζει ότι ο Κωνσταντινουπόλεως εγγυάται την αυθεντικότητα της ευχαριστίας της). Επιχειρώντας επίδειξη δύναμης, ουσιαστικά καταδικάζουν εαυτούς στον απομονωτισμό, το κατ᾽ εξοχήν τεκμήριο της αδυναμίας. Αναρωτιέμαι πόσο περισσότερα θα πετύχαιναν οι ιεράρχες της Ρωσίας και μαζί με αυτούς η Ορθοδοξία όλη, αν έδειχναν τον προβλεπόμενο και ανέξοδο σεβασμό προς την Εκκλησία που τους γνώρισε τον χριστιανισμό και τους χορήγησε την Αυτοκεφαλία. Αν, αντί για τη λογική του επί δεκαετίες πολέμου, επέλεγαν τη συνετή οδό της συναίνεσης, τότε θα είχαν μια πολύ μεγαλύτερη και υγιέστερη δύναμη μέσα στην Ορθόδοξη Εκκλησία και θα προσέφεραν στον χριστιανισμό ουσιαστικότερα μη χάνοντας απολύτως τίποτε. Ελπίζω, όντας στη λάθος πλευρά της ιστορίας, να αρχίσουν να κοιτάζουν προς την ορθή της πλευρά.

Πρώτη δημοσίευση: http://www.nyxthimeron.com/2018/09/blog-post_82.html