Όταν πήγα στην Αρμενία, πρώτη μου αίσθηση ήταν αυτή ενός κόσμου στις εσχατιές της οικειότητας, μιας χώρας όπου η ανατολή είναι ακόμη κατανοητή, φίλια και απολαύσιμη, είναι δηλαδή ακόμη καθ᾽ ημάς. Ο αρμενικός πολιτισμός μού φάνηκε πως αρθρώνεται στον τόπο, αλλά και με τον τρόπο των συνόρων, με τις κορυφώσεις, τις αγωνίες και τις τραγωδίες κάθε συνοριακής κατάστασης. Ένας κόσμος μεταιχμιακός, μεθόριος, μεταξύ Ευρώπης και Ασίας, χριστιανισμού και ισλάμ· ένας μικρός λαός που επί τρεις χιλιάδες χρόνια προσπαθεί στην καυκάσια κοιτίδα του να αναπνεύσει υπό την ασφυκτική πίεση των λογής αυτοκρατοριών, από τους Πέρσες, τους Ρωμαίους και τους Βυζαντινούς, έως τους Οθωμανούς, του Μογγόλους, την τσαρική Ρωσία, αλλά και τους εθνικιστές Νεότουρκους, τα τανκς των Σοβιετικών ή στις μέρες μας το καθεστώς του Πούτιν.
Στην Αρμενία συναντά κανείς έναν πολιτισμό υψηλής εκλέπτυνσης που μόνο η προσήλωση στο στοιχειώδες σφυρηλατεί, μια αρχοντιά που εκβάλλει από την εσχάτη πενία, μια υπερηφάνεια που προκύπτει ως το μόνο που απομένει όταν τα έχεις χάσει όλα. Εδώ η ανάγκη υποβάλλει τον πραγματισμό της επιβίωσης, συνάμα όμως εδώ και ο κόσμος βρίσκει μεγάλη παραμυθία στα παραμύθια (ορισμένα από τα ωραιότερα παραμύθια του κόσμου είναι αρμενικά). Εδώ ο πόνος που έχει σωρεύσει η ιστορία, αλλά και ο φόβος που θέλουν να προκαλούν δυσάρεστοι γείτονες, μεταφράζεται σε μελαγχολική, όσο και ευγενική αισιοδοξία και σε κήρυγμα του λυτρωτικώς απροσδόκητου. Οι Αρμένιοι επιμένουν να μας θυμίζουν την ιστορία του Νώε, που εκτυλίχθηκε στα μέρη τους: το καράβι βγήκε στη στεριά, η κιβωτός με τη ζωή του κόσμου ανέβηκε επί τα όρη τα Αραράτ για να σηματοδοτήσει τη νέα ευκαιρία που μόνο ένας Θεός μπορεί να δώσει, μια ευκαιρία που ο Θεός πιστοποιεί θέτοντας «το τόξον του εν τη νεφέλη» ως σημείο της διαθήκης του με τη γη (βλ. αναλυτικά Γεν. 8-9).
Εκκινώντας από το τρίγωνο των λιμνών Βαν, Σεβάν και Ούρμια, το αρμενικό βασίλειο στα χρόνια περίπου του Χριστού έφτασε να εκτείνεται από την Κασπία Θάλασσα μέχρι τη Μεσόγειο, για να γνωρίσει ποικίλες αυξομειώσεις σε αντιπαράθεση με τις αυτοκρατορίες που προανέφερα ή και μέσα στο πλαίσιο που αυτές οριοθέτησαν. Ιδίως κατά τη δεύτερη μετά Χριστόν χιλιετία μέχρι και σήμερα οι Αρμένιοι διακρίνονται από διαρκή κινητικότητα πολύ πέραν των εκάστοτε κρατικών τους ορίων, μέχρι τη διασπορά τους έως εσχάτου της γης στον εικοστό και εικοστό πρώτο αιώνα, με τον κοσμοπολιτισμό που η ανοιχτωσιά αυτή συνεπάγεται.
Μέχρι τις μέρες μας στα ήθη και τα έθιμα της Αρμενίας εντοπίζονται ίχνη της πανσπερμίας των πίστεων που βιώθηκαν στο έδαφός της, από το ζωροαστρισμό, τη λατρεία του Μίθρα και μια ποικιλία γνωστικών διδασκαλιών, έως τους τραγικούς λόγω ισλαμικού κράτους Γιαζίντι, που έχουν βρει σήμερα καταφύγιο στη φιλόξενη χώρα, συγκροτώντας μεγάλη της μειονότητα.
Είναι όμως ο χριστιανισμός αυτός που έδωσε στη χώρα την ταυτότητά της. Η Αποστολική Ορθόδοξη Εκκλησία των Αρμενίων, όπως αυτοπροσδιορίζεται, εκπροσωπεί μία από τις αρχαιότερες παραδόσεις της θρησκείας του Ιησού, ανάγοντας τις αρχές της στο κήρυγμα των αποστόλων Θαδδαίου και Βαρθολομαίου. Συριακές και ελληνικές χριστιανικές επιρροές διαμόρφωσαν τη φυσιογνωμία της, μέχρι που στις αρχές του τέταρτου αιώνα, ύστερα και από το έργο του αγίου Γρηγορίου του Φωτιστή η Αρμενία κατέστη το πρώτο, το αρχαιότερο επίσημα χριστιανικό κράτος στον κόσμο. Κατά τον πέμπτο αιώνα ο άγιος Μεσρόπ Μαστότς (ca. 360-440) και το επιτελείο του επινόησαν το αρμενικό αλφάβητο και μετέφρασαν τη Βίβλο, στερεώνοντας έτσι τη γλώσσα και γραμματεία της χώρας. Η αρμενική είναι μία Εκκλησία που γιορτάζει το γεγονός της μετάφρασης, που έχει ενταγμένη στο εορτολόγιό της τη μεγάλη εορτή των αγίων Μεταφραστών.
Οι Αρμένιοι αποδέχονται τις τρεις πρώτες Οικουμενικές Συνόδους της Εκκλησίας. Δεν είναι μονοφυσίτες, όπως όχι μόνο αδαείς, αλλά κυρίως κακόπιστοι εκφραστές του εν Ελλάδι φονταμενταλισμού τους αποκαλούν σήμερα, αγνοώντας επιδεικτικά τα πορίσματα της έρευνας, αλλά μιαφυσίτες[1], επιμένοντας στην ορολογία του αγίου Κυρίλλου Αλεξανδρείας. Χρειάστηκαν 15 αιώνες στους Ορθόδοξους της βυζαντινής παράδοσης και στους πιστούς των Προχαλκηδόνιων Εκκλησιών για να συνειδητοποιήσουν τη δογματική τους συμφωνία, παρά τη διαφορά στην ορολογία. Επί 15 αιώνες οι παραδόσεις τους χάθηκαν στη μετάφραση. Και προφανώς, παρά τη θεολογική συμφωνία που έχει εν τω μεταξύ επιτευχθεί (ήδη από τη δεκαετία του 1990[2]), θα συνεχίσει η διάσταση, όσο υπάρχουν άνθρωποι που εναντιώνονται στο διάλογο και σπέρνουν το μίσος για να κερδίζουν δημοσιότητα.
Η ομολογιακή διαφοροποίηση στέρησε επί αιώνες τους Έλληνες από τη δυνατότητα ουσιαστικής ώσμωσης με την αρμενική γραμματεία. Ο Γρηγόριος του Νάρεκ (δέκατος αιώνας) υπήρξε μεγάλος θεολόγος και ποιητής της χώρας αυτής του Καυκάσου. Το Βιβλίο των Θρήνων του είναι μέχρι σήμερα από τα προσφιλέστερα αναγνώσματα των Αρμενίων. Μεγάλη είναι η μορφή και του Καθολικού των Αρμενίων Νερσές Σνορχαλί του οποίου οι απόψεις για το διάλογο των χριστιανών υπήρξαν προφητικές. Μακάρι να ακουγόταν πιο γρήγορα ο πατριάρχης αυτός του 12ου αιώνα που μιλούσε για την ενότητα μέσα στην ποικιλία των παραδόσεων, για την ανάγκη της ανοχής και της διεύρυνσης του ορίζοντα των χριστιανών.
Στην αρμενική παράδοση τα όρια της θρησκευτικής και κοσμικής ποίησης και μουσικής δεν είναι εύκολο να οριοθετηθούν ξεκάθαρα. Προσπερνώντας μορφές όπως ο Μκιτάρ του Αϊριβάνκ (13ος αι.), ο Σαγιάτ Νόβα (1712-1795) ή μεγάλων συνθετών όπως ο Μακάρ Εκμαλιάν (1856-1905), θα ήθελα να αναφερθώ ιδιαιτέρως στον αρχιμανδρίτη Κομιτάς (1869-1935), τα 150 χρόνια από τη γέννηση του οποίου γιορτάζουν οι Αρμένιοι τούτη τη χρονιά σε όλο τον κόσμο.
Φαίνεται πως ο δέκατος ένατος υπήρξε ο αιώνας όπου οι μεγάλοι της τέχνης έμελλε να αγνοούν στην αρχή της ζωής τους τις γλώσσες όπου επρόκειτο να διαπρέψουν. Αν αυτό, σύμφωνα με τον Σεφέρη, ισχύει για τον Σολωμό, τον Κάλβο και τον Καβάφη («οι τρεις μεγάλοι των γραμμάτων μας που δεν ήξεραν ελληνικά»), εφαρμόζεται στα αρμενικά πράγματα στη μορφή του μαρτυρικού Κομιτάς, που ξεκίνησε τη ζωή του στην Κιουτάχεια το 1869 με το κοσμικό όνομα Σογομόν Σογομονιάν και που μέχρι τα δώδεκά του χρόνια, παρ᾽ ό,τι γόνος Αρμενίων, μιλούσε μόνο τουρκικά. Την παιδική του ηλικία την πέρασε στην ένδεια και στην ορφάνια, χάνοντας τη μάνα του έξι μήνες αφ᾽ ότου είδε το φως και, έντεκα χρόνια αργότερα, τον στο μεταξύ αλκοολικό πατέρα του. Τον έσωσε ένας κληρικός που τον έστειλε δωδεκαετή στο Καθολικάτο του Ετσμιατζίν, στο ιερατικό σεμινάριο Κεβορκιάν, το οποίο είχε τότε ένα πρόγραμμα για ορφανά παιδιά. Όταν παρουσιάστηκε μπροστά στον Καθολικό και ανώτατο Πατριάρχη των Αρμενίων Κεβόρκ Δ´, ο ύψιστος ιεράρχης δυσφόρησε για τα ανύπαρκτα αρμενικά του παιδιού, για να ενθουσιαστεί όμως πάραυτα με το φωνητικό και μουσικό του τάλαντο, με αποτέλεσμα ο μικρός Σογομόν να ζήσει στη θαλπωρή του πατριαρχικού οικοτροφείου και να αφιερωθεί στη θεολογία και τη μουσική. Ο ίδιος το 1894 έγινε ιερομόναχος, λαμβάνοντας το όνομα Κομιτάς, προς τιμήν του ομώνυμου ποιητή, μουσικού και Καθολικού των Αρμενίων του 7ου αιώνα, και ένα χρόνο αργότερα πήρε τον τίτλο του βαρταπέντ, έγινε δηλαδή αρχιμανδρίτης.
Εκτός από κλίση στη σύνθεση, ο Κομιτάς ενωρίτατα ανέπτυξε ευρύτερα μουσικολογικά ενδιαφέροντα. Έχοντας κατακτήσει πλέον την αρμενική γλώσσα, σχεδίασε ένα μεγαλεπίβολο έργο για τη συγκέντρωση και καταγραφή της μουσικής παράδοσης των Αρμενίων, θρησκευτικής και κοσμικής, αλλά και για τον καθαρμό της από επιρροές τουρκικές και ιρανικές: γι᾽ αυτόν η αρμενική μουσική είναι εκ φύσεως λιτή, δεν έχει τίποτε να κάνει με το συναισθηματικό πληθωρισμό των ανατολίτικων παραδόσεων. Ως τέκνο του 19ου αιώνα, ο Κομιτάς συνέδεσε τον αγώνα για την ανεύρεση και το σμίλεμα της προσωπικής του ταυτότητας με την αγωνία για τον προσδιορισμό της ιδιαιτερότητας του έθνους του, όπως αυτή αναδεικνυόταν στα μουσικά του τεκμήρια. Η επιστροφή στις ρίζες ήταν ταυτόχρονα και εγχείρημα οριοθέτησης έναντι των όμορων παραδόσεων. Η μουσική κατέστη έτσι οδός πατριδογνωσίας. Ο κληρικός και μουσικός ταυτίστηκε με το λαό του.
Ορόσημο στη συγκρότηση της φυσιογνωμίας του Κομιτάς αποτέλεσαν οι σπουδές του δίπλα στον μεγάλο Μακάρ Εκμαλιάν στην Τιφλίδα, ιδίως όμως τα χρόνια του στο Βερολίνο: Το ορφανό αρμενόπουλο από την Κιουτάχεια, ο καλόγερος του Ετσμιατζίν, αναδείχθηκε σε μουσικολόγο επιστήμονα στη Γερμανία, όπου και διέπρεψε, οικειοποιούμενος την πλέον αυστηρή επιστημονική μεθοδολογία. Και μόνο κοιτάζοντας τις φωτογραφίες της εποχής, εντυπωσιάζεται κανείς από την αφομοιωτική ικανότητα του ανθρώπου αυτού, ο οποίος με φυσικότητα εντάχθηκε στη δυτικοευρωπαϊκή πραγματικότητα, για την οποία υπήρξε ενδιαφέρων ακριβώς διότι μιλούσε για την άγνωστη μουσική της πατρίδας του, όπου επέστρεψε το 1899, για να αφοσιωθεί στην ανάδειξη της μουσικής κληρονομιάς της. Από το κοστούμι του φοιτητή επέστρεψε στο ράσο του καλόγερου και όντως, μαζί με τους φοιτητές του στο Ετσμιατζίν, άρχισε να παίρνει τα χωριά και καταγράφει κάθε τραγούδι. Έφτασε πραγματικά στο παραπέντε της καταστροφής. Λίγα χρόνια μετά ο κόσμος αυτός δεν θα υπήρχε πλέον. Σχεδόν ό, τι γνωρίζουμε για την αρμενική μουσική παράδοση της λεγόμενης Δυτικής Αρμενίας, δηλαδή της Ανατολικής Τουρκίας, το οφείλουμε στο έργο του Κομιτάς. Ο ακαταπόνητος αρχιμανδρίτης συγκέντρωσε 3000 τραγούδια, αλλά και επεξεργάστηκε την κληρονομιά αυτή δημιουργικά και στις δικές του συνθέσεις.
Η πρώτη δεκαετία του εικοστού αιώνα είναι ένα διάστημα όπου όμως ο κόσμος γίνεται μικρός γι᾽ αυτόν. Βιώνει εντάσεις ισχυρές ανάμεσα στη θρησκευτική του αποστολή και στα βιώματά του στον κόσμο. Ζει στην Ανατολή, έχει όμως και μια ουσιώδη εμπειρία της Δύσης, στην οποία για μικρά διαστήματα ολοένα καταφεύγει. Κι αν όμως ο ίδιος στην ψυχή του φαίνεται πως συμφιλιώνει αντίρροπα ρεύματα, σκανδαλίζει με την αντισυμβατικότητά του. Αυτός, ένας άγαμος κληρικός, να συγκεντρώνει και να τυπώνει, μεταξύ άλλων, ακόμη και ερωτικά τραγούδια; Αυτός, ο αρχιμανδρίτης, να τραγουδάει την αγάπη στη γυναίκα; Δεν είναι βλασφημία, θρησκευτικοί ύμνοι που επί αιώνες προορίζονταν μόνο για το ναό, να τραγουδιούνται τώρα και σε αίθουσες συναυλιών, όπως θέλει ο Κομιτάς;
Το 1910 καταφεύγει στην Κωνσταντινούπολη με την ελπίδα ενός πιο ανοιχτού ορίζοντα. Εκεί περνάει χρόνια πυρετώδους δημιουργίας και καθολικής αναγνώρισης, κάτι που του επιτρέπει να αψηφά ακόμη και απαγορεύσεις των αρμενικών θρησκευτικών αρχών. Στο αποκορύφωμα της φήμης του, λίγες εβδομάδες πριν τη ριζική ανατροπή της ζωής του, σε μια συναυλία όπου αναγκάστηκε να συμμετάσχει, παρόντες θα είναι και παρ᾽ ολίγον δολοφόνοι του, εκτελεστές σχεδίου γενοκτονίας εναντίον του λαού του με πρώτο τον Ταλάτ πασά.
Στις 24 Απριλίου 1915, με την έναρξη του πογκρόμ, συλλαμβάνεται μαζί με άλλους 291 Αρμενίους διανοούμενους και οδηγείται σε στρατόπεδο συγκέντρωσης στο Τσανγκίρι, κοντά στην Άγκυρα. Στις τρεις εβδομάδες όπου πέρασε εκεί θα βιώσει μια νευρική κατάρρευση από την οποία δεν συνήλθε ποτέ. Με παρέμβαση ακόμη και Τούρκων διανοουμένων, αλλά και του Αμερικανού πρεσβευτή, θα σωθεί, όπως και ελάχιστοι άλλοι κρατούμενοι. Όμως ο κόσμος δεν θα είναι πια ο ίδιος. Μια οξεία διαταραχή μετατραυματικού στρες, παραισθήσεις, μανία καταδίωξης, ένα τρομερό άγχος και δυσπιστία έναντι των πάντων, θα τον οδηγήσουν, μόλις 45χρονο, στον εγκλεισμό σε ψυχιατρικές κλινικές, πρώτα στην Πόλη και ύστερα στο Παρίσι. Στην κλινική της Πόλης μιλούσε μόνο τουρκικά, από φόβο μήπως οι Τούρκοι γιατροί του τον τιμωρήσουν αν μιλήσει τη γλώσσα του. Ένιωθε ακόμη και από τους φίλους του προδομένος, μη συγχωρώντας τους ότι τον πήγαν στην κλινική. Σε έναν άνθρωπο μόνο έδειχνε εμπιστοσύνη στην Πόλη στη φάση αυτή, σε έναν Έλληνα γιατρό. Καθώς η κατάστασή του δεν σημείωνε ιδιαίτερη βελτίωση, τελικά μεταφέρθηκε σε ψυχιατρικά ιδρύματα στο Παρίσι, όπου θα περάσει τα τελευταία είκοσι χρόνια της ζωής του (πέθανε το 1935), ανίκανος για κάθε έργο.
Ο αρχιμανδρίτης Κομιτάς, έτι ζων, αναδείχθηκε σε σύμβολο του αγώνα του λαού του για αυτοπροσδιορισμό, αλλά και του άφατου δράματος της αρμενικής γενοκτονίας. Έσωσε δια της καταγραφής μία παράδοση, την οποία προεξέτεινε στα πρωτότυπα έργα του, μεταξύ άλλων και στη μουσική επένδυση της Θείας Λειτουργίας που φιλοτέχνησε. Ήταν άνθρωπος της θρησκείας, όχι όμως λιγότερο και του κόσμου, όντας ειλικρινής ως προς την ένταση αμφοτέρων. Έπαιρνε στα σοβαρά και τους αγγέλους και τους δαίμονές του. Πρόβαλε την παράδοση όχι ως φονταμενταλιστής, αλλά με τα εργαλεία της νεοτερικότητας και ουσιαστικά προσπάθησε να διανοίξει προς το καινούριο έναν κόσμο κλειστό. Στρεφόμενος προς τις ανατολικές του ρίζες, έριχνε το βλέμμα του ταυτόχρονα και προς τη Δύση. Μπορούσε να κινείται με την ίδια άνεση στις αρμενικές εκκλησιές του Γερεβάν και της Πόλης, αλλά και στις μεγάλες αίθουσες συναυλιών από το Παρίσι μέχρι την Τιφλίδα. Η ζωή του ανατρέπει στερεότυπα και σχηματοποιήσεις. Η μουσική του δείχνει προς τα ουράνια, ακόμη και όταν μιλάει για τα επίγεια. Ο Κομιτάς εμπνέει και συγκινεί, ακριβώς διότι δείχνει, χριστιανικότατα, ότι η ειλικρινής μεγαλοσύνη δεν είναι δίχως εντάσεις και πληγές. Η μεγαλοσύνη του είναι εν-τραύματη, σταυρική, και συνάμα μεστή καταλλαγής. Λίγους μήνες πριν το θάνατό του, σε μια από τις τελευταίες αναλαμπές του, συμβούλεψε τους επισκέπτες του στην κλινική: «να φροντίζετε τα παιδιά του αρμενικού έθνους […] να αγαπιέστε, να αγαπάτε πολύ, ώστε να μπορείτε να ζήσετε».
Ο αρχιμανδρίτης Κομιτάς μάς θυμίζει ότι αξίζει να στρέφουμε συχνά το βλέμμα προς τα όρη τα Αραράτ, τον πολιτισμό, την τραγωδία και την αρχοντική αισιοδοξία τους.
Γιώργος Βλαντής
Ενδεικτική βιβλιογραφία: Mesrob K. Krikorian, Franz Werfel und Komitas. An den Wassern zu Babel saßen wir und weineten, Frankfurt a.M. 1999· Γιέσνικ Πετροσιάν, Η Αγία Αποστολική Εκκλησία των Αρμενίων. 1700 έτη επίσημα αναγνωρισμένου χριστιανικού βίου, Αθήναι 2001· Οχανές-Σαρκίς Αγαμπατιάν, Αρμενία. Αναδρομή στην ιστορία του αρμενικού έθνους, Αθήνα 2003· Anne Elizabeth Redgate, Οι Αρμένιοι, μτφρ. Μπάμπης Κολώνιας, Αθήνα 2006· RitaSoulahian Kuyumjian, Archeology of Madness. Komitas. Portrait of an Armenian Icon, London 2010.
* Εισήγηση στην εκδήλωση «Επί τα όρη τα Αραράτ. Βραδιά αρμενικής και ελληνικής μουσικής» του Καλλιτεχνικού Συνόλου «Πολύτροπον»(Δευτέρα 18 Νοεμβρίου 2019, Αίθουσα Διδασκαλίας της Μουσικής Βιβλιοθήκης του Συλλόγου Οι Φίλοι της Μουσικής στο Μέγαρο Μουσικής Αθηνών). Για την Αρμενία
[1] Βλ. π.χ. Christian Lange-Karl Pinggéra, Die altorientalischen Kirchen. Glaube und Geschichte, Darmstadt 2010, 11.
[2] Βλ. σχετικά ιδίως Christine Chaillot, The Dialogue between Eastern Orthodox and Oriental Orthodox Churches, Volos Academy Publications: Volos 2016.