Τετάρτη 20 Νοεμβρίου 2019

Η αρμενική παράδοση και ο αρχιμανδρίτης Κομιτάς*

Όταν πήγα στην Αρμενία, πρώτη μου αίσθηση ήταν αυτή ενός κόσμου στις εσχατιές της οικειότητας, μιας χώρας όπου η ανατολή είναι ακόμη κατανοητή, φίλια και απολαύσιμη, είναι δηλαδή ακόμη καθ᾽ ημάς. Ο αρμενικός πολιτισμός μού φάνηκε πως αρθρώνεται στον τόπο, αλλά και με τον τρόπο των συνόρων, με τις κορυφώσεις, τις αγωνίες και τις τραγωδίες κάθε συνοριακής κατάστασης. Ένας κόσμος μεταιχμιακός, μεθόριος, μεταξύ Ευρώπης και Ασίας, χριστιανισμού και ισλάμ· ένας μικρός λαός που επί τρεις χιλιάδες χρόνια προσπαθεί στην καυκάσια κοιτίδα του να αναπνεύσει υπό την ασφυκτική πίεση των λογής αυτοκρατοριών, από τους Πέρσες, τους Ρωμαίους και τους Βυζαντινούς, έως τους Οθωμανούς, του Μογγόλους, την τσαρική Ρωσία, αλλά και τους εθνικιστές Νεότουρκους, τα τανκς των Σοβιετικών ή στις μέρες μας το καθεστώς του Πούτιν.
Στην Αρμενία συναντά κανείς έναν πολιτισμό υψηλής εκλέπτυνσης που μόνο η προσήλωση στο στοιχειώδες σφυρηλατεί, μια αρχοντιά που εκβάλλει από την εσχάτη πενία, μια υπερηφάνεια που προκύπτει ως το μόνο που απομένει όταν τα έχεις χάσει όλα. Εδώ η ανάγκη υποβάλλει τον πραγματισμό της επιβίωσης, συνάμα όμως εδώ και ο κόσμος βρίσκει μεγάλη παραμυθία στα παραμύθια (ορισμένα από τα ωραιότερα παραμύθια του κόσμου είναι αρμενικά). Εδώ ο πόνος που έχει σωρεύσει η ιστορία, αλλά και ο φόβος που θέλουν να προκαλούν δυσάρεστοι γείτονες, μεταφράζεται σε μελαγχολική, όσο και ευγενική αισιοδοξία και σε κήρυγμα του λυτρωτικώς απροσδόκητου. Οι Αρμένιοι επιμένουν να μας θυμίζουν την ιστορία του Νώε, που εκτυλίχθηκε στα μέρη τους: το καράβι βγήκε στη στεριά, η κιβωτός με τη ζωή του κόσμου ανέβηκε επί τα όρη τα Αραράτ για να σηματοδοτήσει τη νέα ευκαιρία που μόνο ένας Θεός μπορεί να δώσει, μια ευκαιρία που ο Θεός πιστοποιεί θέτοντας «το τόξον του εν τη νεφέλη» ως σημείο της διαθήκης του με τη γη (βλ. αναλυτικά Γεν. 8-9).
Εκκινώντας από το τρίγωνο των λιμνών Βαν, Σεβάν και Ούρμια, το αρμενικό βασίλειο στα χρόνια περίπου του Χριστού έφτασε να εκτείνεται από την Κασπία Θάλασσα μέχρι τη Μεσόγειο, για να γνωρίσει ποικίλες αυξομειώσεις σε αντιπαράθεση με τις αυτοκρατορίες που προανέφερα ή και μέσα στο πλαίσιο που αυτές οριοθέτησαν. Ιδίως κατά τη δεύτερη μετά Χριστόν χιλιετία μέχρι και σήμερα οι Αρμένιοι διακρίνονται από διαρκή κινητικότητα πολύ πέραν των εκάστοτε κρατικών τους ορίων, μέχρι τη διασπορά τους έως εσχάτου της γης στον εικοστό και εικοστό πρώτο αιώνα, με τον κοσμοπολιτισμό που η ανοιχτωσιά αυτή συνεπάγεται.
Μέχρι τις μέρες μας στα ήθη και τα έθιμα της Αρμενίας εντοπίζονται ίχνη της πανσπερμίας των πίστεων που βιώθηκαν στο έδαφός της, από το ζωροαστρισμό, τη λατρεία του Μίθρα και μια ποικιλία γνωστικών διδασκαλιών, έως τους τραγικούς λόγω ισλαμικού κράτους Γιαζίντι, που έχουν βρει σήμερα καταφύγιο στη φιλόξενη χώρα, συγκροτώντας μεγάλη της μειονότητα. 
Είναι όμως ο χριστιανισμός αυτός που έδωσε στη χώρα την ταυτότητά της. Η Αποστολική Ορθόδοξη Εκκλησία των Αρμενίων, όπως αυτοπροσδιορίζεται, εκπροσωπεί μία από τις αρχαιότερες παραδόσεις της θρησκείας του Ιησού, ανάγοντας τις αρχές της στο κήρυγμα των αποστόλων Θαδδαίου και Βαρθολομαίου. Συριακές και ελληνικές χριστιανικές επιρροές διαμόρφωσαν τη φυσιογνωμία της, μέχρι που στις αρχές του τέταρτου αιώνα, ύστερα και από το έργο του αγίου Γρηγορίου του Φωτιστή η Αρμενία κατέστη το πρώτο, το αρχαιότερο επίσημα χριστιανικό κράτος στον κόσμο. Κατά τον πέμπτο αιώνα ο άγιος Μεσρόπ Μαστότς (ca. 360-440) και το επιτελείο του επινόησαν το αρμενικό αλφάβητο και μετέφρασαν τη Βίβλο, στερεώνοντας έτσι τη γλώσσα και γραμματεία της χώρας. Η αρμενική είναι μία Εκκλησία που γιορτάζει το γεγονός της μετάφρασης, που έχει ενταγμένη στο εορτολόγιό της τη μεγάλη εορτή των αγίων Μεταφραστών.
Οι Αρμένιοι αποδέχονται τις τρεις πρώτες Οικουμενικές Συνόδους της Εκκλησίας. Δεν είναι μονοφυσίτες, όπως όχι μόνο αδαείς, αλλά κυρίως κακόπιστοι εκφραστές του εν Ελλάδι φονταμενταλισμού τους αποκαλούν σήμερα, αγνοώντας επιδεικτικά τα πορίσματα της έρευνας, αλλά μιαφυσίτες[1], επιμένοντας στην ορολογία του αγίου Κυρίλλου Αλεξανδρείας. Χρειάστηκαν 15 αιώνες στους Ορθόδοξους της βυζαντινής παράδοσης και στους πιστούς των Προχαλκηδόνιων Εκκλησιών για να συνειδητοποιήσουν τη δογματική τους συμφωνία, παρά τη διαφορά στην ορολογία. Επί 15 αιώνες οι παραδόσεις τους χάθηκαν στη μετάφραση. Και προφανώς, παρά τη θεολογική συμφωνία που έχει εν τω μεταξύ επιτευχθεί (ήδη από τη δεκαετία του 1990[2]), θα συνεχίσει η διάσταση, όσο υπάρχουν άνθρωποι που εναντιώνονται στο διάλογο και σπέρνουν το μίσος για να κερδίζουν δημοσιότητα.
Η ομολογιακή διαφοροποίηση στέρησε επί αιώνες τους Έλληνες από τη δυνατότητα ουσιαστικής ώσμωσης με την αρμενική γραμματεία. Ο Γρηγόριος του Νάρεκ (δέκατος αιώνας) υπήρξε μεγάλος θεολόγος και ποιητής της χώρας αυτής του Καυκάσου. Το Βιβλίο των Θρήνων του είναι μέχρι σήμερα από τα προσφιλέστερα αναγνώσματα των Αρμενίων. Μεγάλη είναι η μορφή και του Καθολικού των Αρμενίων Νερσές Σνορχαλί του οποίου οι απόψεις για το διάλογο των χριστιανών υπήρξαν προφητικές. Μακάρι να ακουγόταν πιο γρήγορα ο πατριάρχης αυτός του 12ου αιώνα που μιλούσε για την ενότητα μέσα στην ποικιλία των παραδόσεων, για την ανάγκη της ανοχής και της διεύρυνσης του ορίζοντα των χριστιανών. 
Στην αρμενική παράδοση τα όρια της θρησκευτικής και κοσμικής ποίησης και μουσικής δεν είναι εύκολο να οριοθετηθούν ξεκάθαρα. Προσπερνώντας μορφές όπως ο Μκιτάρ του Αϊριβάνκ (13ος αι.), ο Σαγιάτ Νόβα (1712-1795) ή μεγάλων συνθετών όπως ο Μακάρ Εκμαλιάν (1856-1905), θα ήθελα να αναφερθώ ιδιαιτέρως στον αρχιμανδρίτη Κομιτάς (1869-1935), τα 150 χρόνια από τη γέννηση του οποίου γιορτάζουν οι Αρμένιοι τούτη τη χρονιά σε όλο τον κόσμο.
Φαίνεται πως ο δέκατος ένατος υπήρξε ο αιώνας όπου οι μεγάλοι της τέχνης έμελλε να αγνοούν στην αρχή της ζωής τους τις γλώσσες όπου επρόκειτο να διαπρέψουν. Αν αυτό, σύμφωνα με τον Σεφέρη, ισχύει για τον Σολωμό, τον Κάλβο και τον Καβάφη («οι τρεις μεγάλοι των γραμμάτων μας που δεν ήξεραν ελληνικά»), εφαρμόζεται στα αρμενικά πράγματα στη μορφή του μαρτυρικού Κομιτάς, που ξεκίνησε τη ζωή του στην Κιουτάχεια το 1869 με το κοσμικό όνομα Σογομόν Σογομονιάν και που μέχρι τα δώδεκά του χρόνια, παρ᾽ ό,τι γόνος Αρμενίων, μιλούσε μόνο τουρκικά. Την παιδική του ηλικία την πέρασε στην ένδεια και στην ορφάνια, χάνοντας τη μάνα του έξι μήνες αφ᾽ ότου είδε το φως και, έντεκα χρόνια αργότερα, τον στο μεταξύ αλκοολικό πατέρα του. Τον έσωσε ένας κληρικός που τον έστειλε δωδεκαετή στο Καθολικάτο του Ετσμιατζίν, στο ιερατικό σεμινάριο Κεβορκιάν, το οποίο είχε τότε ένα πρόγραμμα για ορφανά παιδιά. Όταν παρουσιάστηκε μπροστά στον Καθολικό και ανώτατο Πατριάρχη των Αρμενίων Κεβόρκ Δ´, ο ύψιστος ιεράρχης δυσφόρησε για τα ανύπαρκτα αρμενικά του παιδιού, για να ενθουσιαστεί όμως πάραυτα με το φωνητικό και μουσικό του τάλαντο, με αποτέλεσμα ο μικρός Σογομόν να ζήσει στη θαλπωρή του πατριαρχικού οικοτροφείου και να αφιερωθεί στη θεολογία και τη μουσική. Ο ίδιος το 1894 έγινε ιερομόναχος, λαμβάνοντας το όνομα Κομιτάς, προς τιμήν του ομώνυμου ποιητή, μουσικού και Καθολικού των Αρμενίων του 7ου αιώνα, και ένα χρόνο αργότερα πήρε τον τίτλο του βαρταπέντ, έγινε δηλαδή αρχιμανδρίτης. 
Εκτός από κλίση στη σύνθεση, ο Κομιτάς ενωρίτατα ανέπτυξε ευρύτερα μουσικολογικά ενδιαφέροντα. Έχοντας κατακτήσει πλέον την αρμενική γλώσσα, σχεδίασε ένα μεγαλεπίβολο έργο για τη συγκέντρωση και καταγραφή της μουσικής παράδοσης των Αρμενίων, θρησκευτικής και κοσμικής, αλλά και για τον καθαρμό της από επιρροές τουρκικές και ιρανικές: γι᾽ αυτόν η αρμενική μουσική είναι εκ φύσεως λιτή, δεν έχει τίποτε να κάνει με το συναισθηματικό πληθωρισμό των ανατολίτικων παραδόσεων. Ως τέκνο του 19ου αιώνα, ο Κομιτάς συνέδεσε τον αγώνα για την ανεύρεση και το σμίλεμα της προσωπικής του ταυτότητας με την αγωνία για τον προσδιορισμό της ιδιαιτερότητας του έθνους του, όπως αυτή αναδεικνυόταν στα μουσικά του τεκμήρια. Η επιστροφή στις ρίζες ήταν ταυτόχρονα και εγχείρημα οριοθέτησης έναντι των όμορων παραδόσεων. Η μουσική κατέστη έτσι οδός πατριδογνωσίας. Ο κληρικός και μουσικός ταυτίστηκε με το λαό του.
Ορόσημο στη συγκρότηση της φυσιογνωμίας του Κομιτάς αποτέλεσαν οι σπουδές του δίπλα στον μεγάλο Μακάρ Εκμαλιάν στην Τιφλίδα, ιδίως όμως τα χρόνια του στο Βερολίνο: Το ορφανό αρμενόπουλο από την Κιουτάχεια, ο καλόγερος του Ετσμιατζίν, αναδείχθηκε σε μουσικολόγο επιστήμονα στη Γερμανία, όπου και διέπρεψε, οικειοποιούμενος την πλέον αυστηρή επιστημονική μεθοδολογία. Και μόνο κοιτάζοντας τις φωτογραφίες της εποχής, εντυπωσιάζεται κανείς από την αφομοιωτική ικανότητα του ανθρώπου αυτού, ο οποίος με φυσικότητα εντάχθηκε στη δυτικοευρωπαϊκή πραγματικότητα, για την οποία υπήρξε ενδιαφέρων ακριβώς διότι μιλούσε για την άγνωστη μουσική της πατρίδας του, όπου επέστρεψε το 1899, για να αφοσιωθεί στην ανάδειξη της μουσικής κληρονομιάς της. Από το κοστούμι του φοιτητή επέστρεψε στο ράσο του καλόγερου και όντως, μαζί με τους φοιτητές του στο Ετσμιατζίν, άρχισε να παίρνει τα χωριά και καταγράφει κάθε τραγούδι. Έφτασε πραγματικά στο παραπέντε της καταστροφής. Λίγα χρόνια μετά ο κόσμος αυτός δεν θα υπήρχε πλέον. Σχεδόν ό, τι γνωρίζουμε για την αρμενική μουσική παράδοση της λεγόμενης Δυτικής Αρμενίας, δηλαδή της Ανατολικής Τουρκίας, το οφείλουμε στο έργο του Κομιτάς. Ο ακαταπόνητος αρχιμανδρίτης συγκέντρωσε 3000 τραγούδια, αλλά και επεξεργάστηκε την κληρονομιά αυτή δημιουργικά και στις δικές του συνθέσεις. 
Η πρώτη δεκαετία του εικοστού αιώνα είναι ένα διάστημα όπου όμως ο κόσμος γίνεται μικρός γι᾽ αυτόν. Βιώνει εντάσεις ισχυρές ανάμεσα στη θρησκευτική του αποστολή και στα βιώματά του στον κόσμο. Ζει στην Ανατολή, έχει όμως και μια ουσιώδη εμπειρία της Δύσης, στην οποία για μικρά διαστήματα ολοένα καταφεύγει. Κι αν όμως ο ίδιος στην ψυχή του φαίνεται πως συμφιλιώνει αντίρροπα ρεύματα, σκανδαλίζει με την αντισυμβατικότητά του. Αυτός, ένας άγαμος κληρικός, να συγκεντρώνει και να τυπώνει, μεταξύ άλλων, ακόμη και ερωτικά τραγούδια; Αυτός, ο αρχιμανδρίτης, να τραγουδάει την αγάπη στη γυναίκα; Δεν είναι βλασφημία, θρησκευτικοί ύμνοι που επί αιώνες προορίζονταν μόνο για το ναό, να τραγουδιούνται τώρα και σε αίθουσες συναυλιών, όπως θέλει ο Κομιτάς; 
Το 1910 καταφεύγει στην Κωνσταντινούπολη με την ελπίδα ενός πιο ανοιχτού ορίζοντα. Εκεί περνάει χρόνια πυρετώδους δημιουργίας και καθολικής αναγνώρισης, κάτι που του επιτρέπει να αψηφά ακόμη και απαγορεύσεις των αρμενικών θρησκευτικών αρχών. Στο αποκορύφωμα της φήμης του, λίγες εβδομάδες πριν τη ριζική ανατροπή της ζωής του, σε μια συναυλία όπου αναγκάστηκε να συμμετάσχει, παρόντες θα είναι και παρ᾽ ολίγον δολοφόνοι του, εκτελεστές σχεδίου γενοκτονίας εναντίον του λαού του με πρώτο τον Ταλάτ πασά.
Στις 24 Απριλίου 1915, με την έναρξη του πογκρόμ, συλλαμβάνεται μαζί με άλλους 291 Αρμενίους διανοούμενους και οδηγείται σε στρατόπεδο συγκέντρωσης στο Τσανγκίρι, κοντά στην Άγκυρα. Στις τρεις εβδομάδες όπου πέρασε εκεί θα βιώσει μια νευρική κατάρρευση από την οποία δεν συνήλθε ποτέ. Με παρέμβαση ακόμη και Τούρκων διανοουμένων, αλλά και του Αμερικανού πρεσβευτή, θα σωθεί, όπως και ελάχιστοι άλλοι κρατούμενοι. Όμως ο κόσμος δεν θα είναι πια ο ίδιος. Μια οξεία διαταραχή μετατραυματικού στρες, παραισθήσεις, μανία καταδίωξης, ένα τρομερό άγχος και δυσπιστία έναντι των πάντων, θα τον οδηγήσουν, μόλις 45χρονο, στον εγκλεισμό σε ψυχιατρικές κλινικές, πρώτα στην Πόλη και ύστερα στο Παρίσι. Στην κλινική της Πόλης μιλούσε μόνο τουρκικά, από φόβο μήπως οι Τούρκοι γιατροί του τον τιμωρήσουν αν μιλήσει τη γλώσσα του. Ένιωθε ακόμη και από τους φίλους του προδομένος, μη συγχωρώντας τους ότι τον πήγαν στην κλινική. Σε έναν άνθρωπο μόνο έδειχνε εμπιστοσύνη στην Πόλη στη φάση αυτή, σε έναν Έλληνα γιατρό. Καθώς η κατάστασή του δεν σημείωνε ιδιαίτερη βελτίωση, τελικά μεταφέρθηκε σε ψυχιατρικά ιδρύματα στο Παρίσι, όπου θα περάσει τα τελευταία είκοσι χρόνια της ζωής του (πέθανε το 1935), ανίκανος για κάθε έργο.
Ο αρχιμανδρίτης Κομιτάς, έτι ζων, αναδείχθηκε σε σύμβολο του αγώνα του λαού του για αυτοπροσδιορισμό, αλλά και του άφατου δράματος της αρμενικής γενοκτονίας. Έσωσε δια της καταγραφής μία παράδοση, την οποία προεξέτεινε στα πρωτότυπα έργα του, μεταξύ άλλων και στη μουσική επένδυση της Θείας Λειτουργίας που φιλοτέχνησε. Ήταν άνθρωπος της θρησκείας, όχι όμως λιγότερο και του κόσμου, όντας ειλικρινής ως προς την ένταση αμφοτέρων. Έπαιρνε στα σοβαρά και τους αγγέλους και τους δαίμονές του. Πρόβαλε την παράδοση όχι ως φονταμενταλιστής, αλλά με τα εργαλεία της νεοτερικότητας και ουσιαστικά προσπάθησε να διανοίξει προς το καινούριο έναν κόσμο κλειστό. Στρεφόμενος προς τις ανατολικές του ρίζες, έριχνε το βλέμμα του ταυτόχρονα και προς τη Δύση. Μπορούσε να κινείται με την ίδια άνεση στις αρμενικές εκκλησιές του Γερεβάν και της Πόλης, αλλά και στις μεγάλες αίθουσες συναυλιών από το Παρίσι μέχρι την Τιφλίδα. Η ζωή του ανατρέπει στερεότυπα και σχηματοποιήσεις. Η μουσική του δείχνει προς τα ουράνια, ακόμη και όταν μιλάει για τα επίγεια. Ο Κομιτάς εμπνέει και συγκινεί, ακριβώς διότι δείχνει, χριστιανικότατα, ότι η ειλικρινής μεγαλοσύνη δεν είναι δίχως εντάσεις και πληγές. Η μεγαλοσύνη του είναι εν-τραύματη, σταυρική, και συνάμα μεστή καταλλαγής. Λίγους μήνες πριν το θάνατό του, σε μια από τις τελευταίες αναλαμπές του, συμβούλεψε τους επισκέπτες του στην κλινική: «να φροντίζετε τα παιδιά του αρμενικού έθνους […] να αγαπιέστε, να αγαπάτε πολύ, ώστε να μπορείτε να ζήσετε».  
Ο αρχιμανδρίτης Κομιτάς μάς θυμίζει ότι αξίζει να στρέφουμε συχνά το βλέμμα προς τα όρη τα Αραράτ, τον πολιτισμό, την τραγωδία και την αρχοντική αισιοδοξία τους.

Γιώργος Βλαντής

Ενδεικτική βιβλιογραφίαMesrob K. Krikorian, Franz Werfel und Komitas. An den Wassern zu Babel saßen wir und weineten, Frankfurt a.M. 1999· Γιέσνικ ΠετροσιάνΗ Αγία Αποστολική Εκκλησία των Αρμενίων1700 έτη επίσημα αναγνωρισμένου χριστιανικού βίου, Αθήναι 2001· Οχανές-Σαρκίς Αγαμπατιάν, Αρμενία. Αναδρομή στην ιστορία του αρμενικού έθνους, Αθήνα 2003· Anne Elizabeth Redgate, Οι Αρμένιοι, μτφρ. Μπάμπης Κολώνιας, Αθήνα 2006· RitaSoulahian KuyumjianArcheology of MadnessKomitas. Portrait of an Armenian Icon, London 2010.


* Εισήγηση στην εκδήλωση «Επί τα όρη τα Αραράτ. Βραδιά αρμενικής και ελληνικής μουσικής» του Καλλιτεχνικού Συνόλου «Πολύτροπον»(Δευτέρα 18 Νοεμβρίου 2019, Αίθουσα Διδασκαλίας της Μουσικής Βιβλιοθήκης του Συλλόγου Οι Φίλοι της Μουσικής στο Μέγαρο Μουσικής Αθηνών). Για την Αρμενία 
[1] Βλπ.χ. Christian Lange-Karl Pinggéra, Die altorientalischen Kirchen. Glaube und Geschichte, Darmstadt 2010, 11. 
[2] Βλσχετικά ιδίως Christine Chaillot, The Dialogue between Eastern Orthodox and Oriental Orthodox Churches, Volos Academy Publications: Volos 2016.

Πέμπτη 14 Νοεμβρίου 2019

Η Εκκλησία της Ελλάδος και η ουκρανική αυτοκεφαλία
Συνέντευξη στην ιστοσελίδα Nachrichtendienst Östliche Kirchen*

Στις 19 Οκτωβρίου ο Αρχιεπίσκοπος Αθηνών Ιερώνυμος μνημόνευσε τον Μητροπολίτη Επιφάνιο (Dumenko) κατά τη Θεία Λειτουργία στη Θεσσαλονίκη. Εγκαθιδρύθηκε με τον τρόπο αυτό εκκλησιαστική κοινωνία μεταξύ της Εκκλησίας της Ελλάδος και της νέας ορθόδοξης Εκκλησίας της Ουκρανίας; 
Η ορθόδοξη Εκκλησία της Ελλάδος βρίσκεται πλέον όντως σε πλήρη κοινωνία με την αυτοκέφαλη Εκκλησία της Ουκρανίας. Η μνημόνευση του Προκαθημένου της νέας Εκκλησίας, Μητροπολίτη Επιφανίου, κατά το συλλείτουργο του Οικουμενικού Πατριάρχη με τον Αρχιεπίσκοπο Αθηνών στη Θεσσαλονίκη ήταν η πρώτη λειτουργική έκφραση της εγκαθίδρυσης της κοινωνίας αυτής. Ο Ιερώνυμος Β´ δεν έλαβε μέρος στη Λειτουργία της Θεσσαλονίκης μόνο ως επί κεφαλής της Αρχιεπισκοπής Αθηνών, αλλά ως Προκαθήμενος της Εκκλησίας της Ελλάδος και, ως εκ τούτου, ως κέντρο της ενότητάς της. Μετά την απονομή της αυτοκεφαλίας απέφευγε για πολλούς μήνες να συλλειτουργήσει με τον Πατριάρχη Βαρθολομαίο, προφανώς και για το λόγο ότι στη Λειτουργία που τελεί ο Οικουμενικός Πατριάρχης μνημονεύεται πάντοτε και ο Προκαθήμενος της Εκκλησίας της Ουκρανίας. Αμέσως όμως μετά τις συνοδικές αποφάσεις της Εκκλησίας του ο Ιερώνυμος το έκανε. Στις 21 Οκτωβρίου ο Αρχιεπίσκοπος Αθηνών απέστειλε στον Μητροπολίτη Επιφάνιο το ειρηνικό του γράμμα ως απάντηση στο αντίστοιχο του τελευταίου μετά την εκλογή του ως Προκαθημένου της Ορθόδοξης Εκκλησίας της Ουκρανίας στις 15 Δεκεμβρίου 2018. Στο ειρηνικό γράμμα ο Ιερώνυμος ανακοινώνει σαφώς την έναρξη πλήρους κοινωνίας με τη νέα Εκκλησία. Με το συλλείτουργο με τον Οικουμενικό Πατριάρχη και το ειρηνικό γράμμα ο Αρχιεπίσκοπος Αθηνών έκανε χρήση του κανονικού προνομίου του, ως Προκαθήμενος μιας αυτοκέφαλης Εκκλησίας, να εντάξει το όνομα του νέου Προκαθημένου στα Δίπτυχα της Εκκλησίας του και με τον τρόπο αυτό να εγκαθιδρύσει κοινωνία με τη νέα Εκκλησία. Το προνόμιο αυτό το επιβεβαίωσαν οι συνοδικές αποφάσεις της Διαρκούς Ιεράς Συνόδου (28 Αυγούστου 2019) και της Ιεραρχίας της Εκκλησίας της Ελλάδος (12 Οκτωβρίου 2019). Δεν πρόκειται για κάτι το καινούριο, αλλά για την παραδεδομένη πράξη των Προκαθημένων των αυτοκεφάλων Εκκλησιών ύστερα από την απονομή μίας νέας αυτοκεφαλίας από το Οικουμενικό Πατριαρχείο.

Τις τελευταίες εβδομάδες και τους τελευταίους μήνες ασχολήθηκαν πολλές συνάξεις Ελλήνων επισκόπων με το θέμα της Ουκρανίας. Γιατί ήταν τόσο δύσκολο για τους επισκόπους να φτάσουν σε μια ενιαία θέση;
Θα ήθελα να κατονομάσω δύο λόγους. Πρώτον: Ένας βασικός λόγος για την καθυστέρηση ήταν οι μεγάλες εντάσεις, οι οποίες επιβάρυναν τα τελευταία χρόνια τις σχέσεις ανάμεσα στο Οικουμενικό Πατριαρχείο και την Εκκλησία της Ελλάδος, οι οποίες, ωστόσο, δεν είχαν καμία σχέση με το ζήτημα της Ουκρανίας. Επρόκειτο για διμερείς εντάσεις, οι οποίες επέδρασαν αρνητικά ακόμη και στις προσωπικές σχέσεις των δύο Προκαθημένων: Δικαιοδοσιακές διαμάχες, η μη συμπερίληψη του Οικουμενικού Πατριαρχείου κατά την πρώτη φάση των διαπραγματεύσεων της Εκκλησίας της Ελλάδος με την κυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ για τη μισθοδοσία των κληρικών, κ.ά. Είναι χαρακτηριστικό πως τον Οκτώβριο του 2018, πριν δηλαδή την απονομή της ουκρανικής αυτοκεφαλίας, ο Αρχιεπίσκοπος δεν θέλησε να συναντήσει τον Οικουμενικό Πατριάρχη, ο οποίος βρισκόταν στην Αθήνα. Η διαδικασία της συμφιλίωσης διήρκεσε αρκετά. Νομίζω όμως ότι ήδη τον Απρίλιο του 2019 ήταν κατά το μάλλον ή ήττον λιγότερο ή περισσότερο σαφές ότι η Εκκλησία της Ελλάδος θα εκφραζόταν θετικά ως προς το ουκρανικό ζήτημα, όταν ο Αρχιεπίσκοπος Ιερώνυμος προσκάλεσε τον Πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως στην Αθήνα.
Ήδη από την αρχή δεν υπήρχε αμφιβολία ότι η Εκκλησία της Ελλάδος θα στεκόταν στο πλευρό του Οικουμενικού Πατριαρχείου. Οι πλέον διακεκριμένοι επίσκοποι και θεολόγοι της χώρας υποστήριξαν σε αναρίθμητες συμβολές τα κανονικά δίκαια της Εκκλησίας της Κωνσταντινουπόλεως. Εναντίον ήταν μόνο μία μικρή υπερσυντηρητική μειονότητα, η οποία τα τελευταία χρόνια αμφισβητεί συστηματικά όλες τις αποφάσεις του Οικουμενικού Πατριαρχείου (π.χ. συμμετοχή στον οικουμενικό και διαθρησκειακό διάλογο, Αγία και Μεγάλη Σύνοδος, ουκρανική Αυτοκεφαλία)· λόγος αυτής της δυσανεξίας είναι η για τους ανθρώπους αυτούς ασυγχώρητη οικουμενική ανοικτότητα της Κωνσταντινούπολης. Ο Αρχιεπίσκοπος Ιερώνυμος, ο οποίος δίνει ιδιαίτερη αξία στη συνοδικότητα, ήθελε να ακουστούν και αυτές οι γνώμες, και για το λόγο αυτό αποφάσισε υπέρ ενός μακρύτερου, όμως διαφανούς και ξεκάθαρου δρόμου. Συνοδικές επιτροπές συνέταξαν ένα πόρισμα, το οποίο συνιστούσε την αναγνώριση της αυτοκέφαλης Εκκλησίας της Ουκρανίας. Και τόσο η Διαρκής Ιερά Σύνοδος, όσο και η Ιεραρχία, αποφάσισαν υπέρ της νέας Εκκλησίας με πολύ μεγάλη πλειοψηφία. 
Δεύτερον, η έντονη πίεση των αντιπάλων της νέας Εκκλησίας σε όλες τις αυτοκέφαλες Εκκλησίες έπαιξε επίσης ένα ρόλο. Για το ζήτημα αυτό μίλησαν πολλοί Μητροπολίτες της Εκκλησίας της Ελλάδος κατά την τελευταία τους σύναξη ιδιαιτέρως ξεκάθαρα. Ο φόβος ήταν η διακοπή της ευχαριστιακής κοινωνίας της Εκκλησίας της Ρωσίας με τις Εκκλησίες που θα αναγνωρίσουν την Εκκλησία της Ουκρανίας, η δημιουργία παράλληλων ρωσικών δομών στο έδαφος της δικαιοδοσίας τους και η διακοπή των οικονομικών σχέσεων της Μόσχας με τις Εκκλησίες αυτές, οι οποίες, μεταξύ άλλων, επωφελούνται από το ρωσικό θρησκευτικό τουρισμό. Παράλληλα έλπιζε κανείς σε μια γρήγορη λύση που θα επιτυγχανόταν είτε διμερώς, μεταξύ Κωνσταντινούπολης και Μόσχας, ή σε πανορθόδοξο επίπεδο, ώστε να μη χρειαστεί οι υπόλοιπες Εκκλησίες να λάβουν θέση ξεχωριστά. Ορισμένοι είχαν την έγνοια ότι μία σαφής λήψη θέσης θα οδηγούσε στη δημιουργία μετώπων, η οποία με τη σειρά της θα επιτάχυνε ένα σχίσμα εντός της Ορθοδοξίας. Κατέστη όμως σαφές ότι και η μη λήψη θέσης συνιστά επίσης μία θέση, και μάλιστα μία αντιπαραγωγική θέση, η οποία αφήνει να δημιουργείται η εντύπωση πως οι ορθόδοξες Εκκλησίες συμπεριφέρονται με φόβο και όχι εν ελευθερία. Κανείς δεν επιτρέπει ευχαρίστως να τον πιέζουν. Η δίχως μέτρο επιθετικότητα των αντιπάλων της ουκρανικής αυτοκεφαλίας εναντίον του Οικουμενικού Πατριαρχείου έφερε την Κωνσταντινούπολη και την Αθήνα ακόμη πιο κοντά.

Πώς συμπεριφέρονται τώρα οι ενδοεκκλησιαστικοί επικριτές μιας αναγνώρισης της ορθόδοξης Εκκλησίας της Ουκρανίας; Υιοθετούν την απόφαση του Αρχιεπισκόπου Ιερωνύμου;
Η αντίσταση στην αναγνώριση της αυτοκεφαλίας της Εκκλησίας της Ουκρανίας είναι πολύ μικρότερη από ό, τι ισχυρίζονται μερικά μέσα επικοινωνίας και επίσης ισχυροί μηχανισμοί προπαγάνδας. Διαρκώς υπερτονίζονται οι πληθωριστικές και επιθετικές δηλώσεις μιας μικρής μειονότητας ιεραρχών και κληρικών εν γένει, οι οποίοι συστηματικά πολεμούν εναντίον του Οικουμενικού Πατριαρχείου. Η μειονότητα αυτή ήταν εναντίον της Αγίας και Μεγάλης Συνόδου, παραμένει φανατικά εναντίον της οικουμενικής κίνησης, ενώ ορισμένοι εκπρόσωποί της σοκάρουν ολοένα την ελληνική κοινωνία με τις αντισημιτικές τους δηλώσεις. Στην επιχειρηματολογία τους χρησιμοποιούν όλες τις αντιρωμαιοκαθολικές, αντιδυτικές, αντιαμερικανικές, κ.ά. θεωρίες συνωμοσίας, ώστε να πολεμήσουν εναντίον της Εκκλησίας της Ουκρανίας. Καταδικάζω έντονα κάθε ακραία δήλωση· το γεγονός όμως, ότι και αντίπαλοι της ουκρανικής αυτοκεφαλίας δύνανται να εκφραστούν δημοσίως και άφοβα, αποτελεί κέρδος για την Εκκλησία της Ελλάδος. Δίχως να θέλω να ωραιοποιήσω κάτι, τους τελευταίους μήνες κατέστη σαφές ότι οι ελληνόφωνες Εκκλησίες αντέχουν πολύ περισσότερη δημοκρατία και ωφελούνται από αυτή, σε αντίθεση με άλλες, οι οποίες παρουσιάζονται ως μονολιθικές οντότητες. Στις ελληνόφωνες Εκκλησίες δύναται κανείς να ακούσει διαφορετικές γνώμες και αυτό είναι απλώς φυσιολογικό. Πίσω από την αντιουκρανική ομοφωνία άλλων Εκκλησιών κρύβεται συχνά έλλειμμα σεβασμού απέναντι σε άλλες ενδοεκκλησιαστικές απόψεις, αλλά και πολύς φόβος. Και στις Εκκλησίες αυτές υπάρχουν υποστηρικτές της αυτοκεφαλίας της Ουκρανίας, κάποιοι όμως φοβούνται να εκφραστούν, διότι αυτό θα μπορούσε να οδηγήσει σε δυσάρεστες συνέπειες. Ήδη υπάρχουν λυπηρά σχετικά παραδείγματα.
Η συνοδικώς ενισχυμένη απόφαση του Αρχιεπισκόπου Αθηνών είναι πάντως δεσμευτική για όλη την Εκκλησία της Ελλάδος. Ύστερα από την απόφαση της Εκκλησίας τον Οκτώβριο μόνο δύο Μητροπολίτες αντέδρασαν ηχηρά, και σίγουρα αυτό δεν θα κρατήσει πολύ. Αλλά ακόμη και αν κάποιοι επίσκοποι αρνηθούν να δεξιωθούν ουκρανούς πιστούς, οι ίδιοι παραμένουν σε κοινωνία με μία σύνοδο και έναν Προκαθήμενο που βρίσκονται σε πλήρη κοινωνία με τους δήθεν σχισματικούς. Ενδεχομένως η Εκκλησία της Ελλάδος να λάβει μέτρα εναντίον ιεραρχών που θα ήθελαν να δημιουργήσουν προβλήματα. Η δημιουργία μίας κατάστασης, όπου σε κάποιες μητροπόλεις θα αναγνωρίζεται η νέα Εκκλησία και σε άλλες όχι, δεν είναι προς το συμφέρον της Εκκλησίας της Ελλάδος. Τα τελευταία χρόνια ολοένα παρατηρείται το εξής: Υπάρχουν κάποιοι κληρικοί που μπορεί να φωνάζουν πολύ, ταυτοχρόνως όμως είναι αρκετά κυνικοί, ώστε να μην παραιτούνται από το λίαν εκλεπτυσμένο ένστικτο επιβίωσής τους. Δεν θα ρισκάρουν κανένα σχίσμα στο όνομα της ουκρανικής κρίσης. Δεν θα διακινδυνεύσουν να χάσουν τα από την Εκκλησία και το κράτος προσδιορισμένα προνόμιά τους. Τόσο μεγάλοι ιδεαλιστές οι Έλληνες αντίπαλοι της Κωνσταντινούπολης δεν είναι. 
Γιώργος Βλαντής


* Γερμανικό πρωτότυπο: https://noek.info/hintergrund/1318-georgios-vlantis-zur-anerkennung-der-orthodoxen-kirche-der-ukraine-durch-athen(ημερομηνία δημοσίευσης: 14.11.2019). Μετάφραση: Γιώργος Βλαντής.