Σάββατο 2 Ιανουαρίου 2021

 Ο «ΣΚΑΣΜΟΣ» ΤΟΥ ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΗ ΚΥΚΚΟΥ ΝΙΚΗΦΟΡΟΥ

Αλγεινή εντύπωση προκάλεσε σήμερα η συμπεριφορά του Μητροπολίτη Κύκκου εναντίον έγκριτου δημοσιογράφου, ο οποίος έθετε δυσάρεστες γι᾽ αυτόν ερωτήσεις. «Σκασμός» είναι μια λέξη όχι και τόσο άγνωστη σε κάποιους ιεράρχες, αν και οι περισσότεροι προσέχουν να την εκφέρουν σε προστατευμένα περιβάλλοντα και μακριά από τις κάμερες. Γενικά, πρέπει να μας απασχολήσει περισσότερο στην Ορθοδοξία η και γλωσσικά καθρεφτιζόμενη μετάβαση από τον στοργικό «επίσκοπο» στον ολοκληρωτικό «δεσπότη».

Ο Μητροπολίτης Κύκκου απολαμβάνει το πανορθοδόξως διόλου αυτονόητο προνόμιο του να μην του λέει κανείς «σκασμός» στην Εκκλησία του. Γενικά στις ελληνόφωνες Εκκλησίες προσφέρεται η δυνατότητα της ελευθερίας της γνώμης σε ένα βαθμό αδιανόητο για τις πολλές από τις υπόλοιπες Ορθόδοξες Εκκλησίες. Μέσα ενημέρωσης περιγράφουν με μελανά χρώματα έντονες διχογνωμίες, οι οποίες τελευταία εκφράστηκαν στο ζήτημα της Ουκρανίας στις Εκκλησίες της Ελλάδος και της Κύπρου, ή ακόμη και στο Οικουμενικό Πατριαρχείο (βλ. την περίπτωση του Διοκλείας Καλλίστου). Τέτοιες διαφωνίες και εντάσεις είναι αδιανόητες για αρκετές από τις Εκκλησίες που έζησαν σε κομμουνιστικό περιβάλλον και οι ιεραρχίες των οποίων αναπαράγουν πολλές φορές και σήμερα σοβιετικές νοοτροπίες και συμπεριφορές. Το ότι στις περί ων ο λόγος Εκκλησίες απόψεις διαφορετικές από την κυρίαρχη γραμμή είδαν το φως της δημοσιότητας πολύ λιγότερο οφείλεται στο αυτονόητο των θέσεων που προβάλλονται ή στη θεόθεν δωριζόμενη σύμπνοια των υποστηρικτών τους. Πολύ περισσότερο έχει να κάνει με τον συνειδητό σοβιετικής υφής στραγγαλισμό κάθε διαφορετικής θέσης, κάτι που είδαμε και στο ζήτημα της Ουκρανίας, όπου οι εναντιούμενοι διώκονται συστηματικά σε ορισμένα εκκλησιαστικά περιβάλλοντα. Ακόμη και αρχιερείς κινδύνεψαν να χάσουν τους θρόνους τους, επειδή τόλμησαν να αποκλίνουν λίγα εκατοστά από τις εκεί κυρίαρχες θέσεις.

Δεν ξέρω αν ο Μητροπολίτης Κύκκου εκφράστηκε έτσι λόγω μιας συμπάθειας προς τη στάση εκκλησιαστικών περιβαλλόντων που διακρίνονται για τον μονολιθικό αυταρχισμό του και τα οποία έχουν εκφραστεί ισοπεδωτικά για το ουκρανικό ζήτημα. Νομίζω όμως ότι ο ιεράρχης, ο οποίος προς τιμήν του ζήτησε συγγνώμη, βαθιά μέσα του είναι ευγνώμων που δεν ενεργεί σε μια Εκκλησία όπου του λένε «σκασμός», αλλά σε μια Εκκλησία που ζει την ελευθερία της και μάχεται γι᾽ αυτή.

Πρώτη δημοσίευση: http://fanarion.blogspot.com/2020/11/blog-post_330.html (25.11.2020)

Παρασκευή 1 Ιανουαρίου 2021

ΜΕΤΑΞΥ ΟΡΘΟΔΟΞΟΥ ΤΥΠΟΥ ΚΑΙ ΑΣΤΕΡΙΞ

Η απάντηση του ιεροδιακόνου Ραφαήλ Μισιαούλη στο άρθρο μου «Ο Ταμασού Ησαΐας αναγνωρίζει τον Κιέβου Επιφάνιο (Μέρος Β´)» είναι γραμμένη εν βρασμώ ψυχής. Οι αναγνώστες δύνανται να κρίνουν το επίπεδο που καθρεφτίζουν τα θεολογικά επιχειρήματα που (δεν) εκτίθενται και οι εκφράσεις που χρησιμοποιούνται για το πρόσωπό μου. Αρχική μου πρόθεση ήταν να ευχαριστήσω τον π. Ραφαήλ για το ότι επιβεβαιώνει με τη διακριτική σιγή του την εγκυρότητα των επιχειρημάτων που χρησιμοποίησα για την αναίρεση ορισμένων μόνο από τις θέσεις που διατύπωσε στο άρθρο του, θέσεις που κινούνται εν πολλοίς εκτός του πλαισίου της ορθόδοξης θεολογίας. Όντως, ο π. Ραφαήλ δεν σχολιάζει κανένα από τα ουσιαστικά επιχειρήματα που εξέθεσα. Διαβάζοντας όμως το πολύ συναισθηματικό του κείμενο και τα ψελλίσματα αντιλογίας αναρωτήθηκα αν κατανόησε διόλου τα όσα έγραψα. Τον τελευταίο καιρό κατέστη σαφές ότι ο βιβλιογραφικός ορίζοντας της εν Κύπρω μειοψηφίας που αρνείται να συμμορφωθεί με τις επιταγές των Ιερών Κανόνων και της εκκλησιαστικής Παράδοσης εκτείνεται μεταξύ Ορθοδόξου Τύπου και Αστερίξ. Τα αποτελέσματα αυτών των επιλογών δεν εκπλήσσουν. 

Ως προφανώς νέος κληρικός, ο εν Κύπρω ιεροδιάκονος βρίσκεται στην αρχή μιας πορείας, κατά την οποία συν Θεώ θα μπορούσε να προσφέρει εύχυμους καρπούς. Η έναρξη της νηστείας των Χριστουγέννων είναι μια καλή αφορμή για το κλείσιμο, εκ μέρους μου τουλάχιστον, του διαλόγου με τον εναντίον των Εκκλησιών Κωνσταντινουπόλεως, Αλεξανδρείας και Ελλάδος και του Πρώτου της Συνόδου της Εκκλησίας Κύπρου ξιφουλκούντα ιεροδιάκονο Ραφαήλ, στον οποίο εύχομαι υγεία και καλή μετάνοια. Όπως και στον προϊστάμενό του Μητροπολίτη.
Πρώτη δημοσίευση: http://fanarion.blogspot.com/2020/11/blog-post_38.html (16.11.2020) 

Κυριακή 12 Απριλίου 2020


SOLIDARITÄT, POESIE UND AUFERSTEHUNG
Panagiotis Kapodistrias, orthodoxe Dichtung und Ökumene in der Zeit der Korona-Krise
Mehrere Kleriker in Griechenland dichten gerne. Das Land nimmt die Poesie ernst. Wenn ein Dichter verstirbt, trauern die Griechen lange, wie es sich sogar in der letzten Zeit gezeigt hat, mit den Toden von Katerina Angeláki-Rook und Kikí Dimoulá. Die Nobelpreisträger Giorgos Seferis und Odysseas Elytis haben immer wieder auf die dreitausendjährige dichterische Kontinuität ihres Landes aufmerksam gemacht, von Homer bis Konstantinos Kavafis. Sprache und Schönheit trösten und ermutigen, besonders in Krisenzeiten. 
Orthodoxe Kleriker schreiben nicht nur kirchliche Hymnen im byzantinischen Griechisch der liturgischen Tradition, obwohl es sich lohnt, die überraschungsvollen Früchte auch dieser Leistung zur Kenntnis zu nehmen. Für viele Priester ist die Dichtung ein Weg zur Verkündigung des Evangeliums, gleichzeitig aber auch eine Möglichkeit, auf ihre eigene Persönlichkeit über die Grenzen des Klerikalen und Religiösen hinschauen zu lassen. Ausdrucksstark, mutig und innovativ sind mehrere ihrer Gedichte. Byzantinischer Kitsch, oder ein billiger Evangelisierungston sind ihnen als Gefahr bewusst, die Antikörper einer langen literarischen Tradition, die für höhe ästhetische Standards spricht, schützen sie aber davon. Auch die Priester sind Menschen ihrer Zeit, mit Wünschen, Sorgen, Schwächen und Leidenschaften. Auch die Priester sind nicht nur religiöse Menschen. Und mit ihrer Dichtung stellen Stereotypen über die Orthodoxie in Frage und lassen uns überlegen, ob man doch diesem Erbe am besten durch die Dichtung gerecht wird. Letztendlich waren alle drei orthodoxe Heiligen, die einzigen, denen die Kirche den Titel Theologe als Begleitung ihres Namens verliehen hat, Dichter: Johannes der Evangelist und Theologe, Gregor von Konstantinopel, der Theologe (irreführenderweise als „von Nazianz bezeichnet) und Symeon der Neue Theologe.
Von den griechisch-sprachigen Kleriker und Dichter sind einige wichtige nicht mehr unter uns: Dionysios Psarianos, Metropolit von Kozani (1912-1997; Kirche Griechenlands), Mönch Moses (gest. 2014; Heiliger Berg Athos), Evangelos Galanis, Metropolit von Pergi (gest. 2018; Ökumenisches Patriarchat), und Stylianos Harkianakis, Erzbischof von Australien (1935-2019; Ökumenisches Patriarchat). Unter anderen schreiben bis heute eifrig der Priestermönch Symeon (ein Konvertit aus Peru; Heiliger Berg Athos) und die Erzpriester Dr. Vasilios Thermos und Panagiotis Kapodistrias. 
Kapodistrias ist 1961 auf der Insel Zakynthos geboren und veröffentlicht Gedichtbände seit 33 Jahren. Er ist Theologe, Dichter, Fotograf, Blogger, seit 1996 Generalvikar seiner Diözese (Metropolie von Zakynthos), Pfarrer der Gemeinde von Banáto in Zakynthos, verheiratet und Vater von drei Kindern. Seine Gedichte hat er in zwei Bänden gesammelt (Verbrannte Schmetterlinge, 2010) und (Wenn du noch weißer wirst, dann brennst du, 2019); die neueste Produktion veröffentlicht er in seinen Blogs. Kapodistrias hat mehrere theologische und literaturkritische Essays geschrieben. Die ökologische Tradition der Orthodoxie liegt im besonders am Herzen, sowie die Geschichte, die Sitten und Bräuche seiner Insel, denen er viele Studien gewidmet hat. Seit 2010 trägt er den Titel des Erzpriesters des Ökumenischen Throns, als Anerkennung seiner vielfältigen kirchlichen Leistungen seitens der Kirche von Konstantinopel. Seine Dichtung hat 2004 die Akademie von Athen mit ihrem Preis gekrönt. 
Seine Gedichte sind schlicht, mehrere davon nur wenige Verse lang. Der Ton ist leise, oft derjenige einer feinen Leidenschaft. In seinen Gedichten lässt sich das Reichtum der kirchlichen Sprache widerspiegeln, ohne affektiert zu klingen. Die Widersprüche des Lebens werden mit angenehmer Ironie thematisiert, genauso wie Wünsche, alltägliche Sorgen und die Liebe zur Schöpfung (Kapodistrias hat ein Blog der Chronik seiner Diözese, ein anderes der natürlichen Schönheit der Insel Zakynthos gewidmet; theologische, literarische und fotographische Beiträge erscheinen jeden Tag). Ohne lyrische Übertreibungen ist aber seine Dichtung grundsätzlich eine erotische. Der Eros dringt sein ganzes Werk durch. Der Eros in der Perspektive des Glaubens: Typisch für die platonische griechische und christliche Tradition, und trotzdem immer noch erfrischend.
Der unerschöpfliche Pastor und Dichter schreibt in den letzten Wochen jeden Tag ein Gedicht von 10 Versen, das der Corona-Krise gewidmet ist, umrahmt von ausgewählten Fotos: http://www.iskiosiskiou.com/search/label/Ποίηση%20σε%20καιρό%20Λοιμού?updated-max=2020-03-28T09:09:00%2B02:00&max-results=20&start=20&by-date=false. Die Thematik der kleinen Gedichte (bis heute: 32 Gedichte, das letzte vorgestern, unter dem Titel Ce la faremo, dem heurigen Karfreitag der Katholiken gewidmet) ist schon sehr breit. Es geht nicht nur um die Befürchtungen der Menschen in Griechenland, sondern auch um Solidarität mit den Italienern, den Spaniern, den Indern, den Amerikanern, um Blinkwinkel, die wir oft übersehen. Vor allem geht es freilich um Gott und dem Glauben in diesen herausfordernden Wochen. Gott ist in dem Werk von Kapodistrias überall präsent, auch wenn der Priester aus Zakynthos ihn nicht namentlich erwähnt. Die Frage nach Gott ist letztendlich eine Frage der Perspektive. Geht es nicht mit der Dichtung genauso?
Panagiotis Kapodistrias blieb nicht unberührt, als die Nachricht vom Tod des italienischen Priesters Giuseppe Berardelli erschien. Für eine Weile hat man behauptet, dass der 72jährige Kleriker der Diözese von Bergamo auf das ihm geschenkte Beatmungsgerät zugunsten eines jüngeren Patienten, im Bewusstsein des bevorstehenden Todes, verzichtet hatte. In der ganzen Welt hat dies für Schlagzeile gesorgt und aus dieser Atmosphäre entstand das Gedicht, das diesen Text abschließt. Inzwischen hat man die Echtheit der Nachricht infrage gestellt, Erzpriester Kapodistrias sieht aber keinen Korrekturbedarf. Die Poesie geht über das streng genommene Faktische hinaus. Der orthodoxe Priester will Soldarität zeigen, auch durch Verse. Und sogar Solidarität Geschwistern anderer christlicher Traditionen gegenüber. Es ist nicht so häufig, dass ein orthodoxer Kleriker einem katholischen Priester ein Gedicht widmet, für Kapodistrias aber, der ein überzeugter Ökumeniker ist, gilt dies als selbstverständlich. Dem auf einer ionischen Insel aufgewachsenen Priester, wo die italienische Präsenz ihre deutlichen Spuren hinterlassen hat, ist es klar: Uns alle tröstet und ermutigt die Auferstehungshoffnung, die zu Taten führt, die in einer fruchtbaren Weise für Unverständnis und Verwirrung sorgen. So ist es mit dem Christentum überhaupt. So muss es sein. 
Christus ist auferstanden!

DON GIUSEPPE
Für Dich, unbedeutender Giuseppe Berardelli,
Pfarrer von Castigno, 
verfügen wir über kein anderes Beatmungsgerät.

Die Gemeindemitglieder
hatten es für dich gekauft.
Warum hast du es denn 
deinem Nächsten gegeben
und den Tod vorgezogen? 
(24.03.2020)

Der Theologe, Literat, Musiker und Blogger Panagiotis Andriopoulos hat sich intensiv mit der Poesie der griechischen Kleriker beschäftigt und Veranstaltungen dazu organisiert, wo mehrere Werke von modernen griechischen Komponisten musikalisch umrahmt werden, z. B. https://www.youtube.com/watch?v=KNBgM3vKnHY Ein Kurzartikel von ihm über die Gedichte von P. Kapodistrias in der Zeit der Corona-Krise: https://panagiotisandriopoulos.blogspot.com/2020/03/blog-post_77.html


Πέμπτη 19 Μαρτίου 2020



IM DIENST DER OFFENHEIT.
DER ÖKUMENISCHE PATRIARCH WIRD 80 JAHRE ALT
Mitglied einer christlichen, mehrmals verfolgten Minderheit in einem schwierigen Land. Auch die Fakultät, wo er studiert hat, hat die türkische Regierung geschlossen. Viel bereister Weltbürger, der Griechisch, Türkisch, Italienisch, Französich, Englisch und Deutsch spricht (u.a. hat er auch in München studiert). Mönch der Orthodoxen Kirche; Diakon, Priester, Bischof des Ökumenischen Patriarchates; seit 1991 Ökumenischer Patriarch.
- Die verwüsteten Kirchen von Konstantinopel hat er wiederbelebt.
- Die Synodalgremien des Ökumenischen Patriarchates hat er erneuert. Bischöfe aus der ganzen Welt nehmen daran teil. Dank ihm ist die Kirche von Konstantinopel eine im wahrsten Sinne des Wortes globale Kirche geworden.
- Er kämpft gegen die nationalistische Selbstverherrlichung der Orthodoxen. Er hat vorher unvorstellbare panorthodoxe Strukturen ins Leben gerufen: Höhepunkt das seit Jahrhunderten ersehnte Heilige und Große Konzil.
- Gleichzeitig erinnert er daran, dass Synodalität nicht mit Synodalismus gleichzusetzen ist. Der Primus übt keine dekorative Funktion aus, er trägt eine besondere Verantwortung. Dem Primat der Ehre, des Dienstes und des Kreuzes des Ökumenischen Patriarchen verdankt die heutige Orthodoxie ihre Gestalt mit den mehreren Autokephalen Kirchen.
- In seinem Alter hätte er einfach die Früchte seiner Leistung genießen können. Er zog vor, sein Kreuz wieder zu nehmen, einem gedemütigten Volk seine kirchliche Würde wiederherzustellen, ein Schisma zu heilen und mit totalitären Machtstrukturen in Konflikt zu kommen.
- Den ökumenischen Dialog hat er wie kein anderer gepflegt, gegen den massiven Widerstand der Fundamentalisten: Die geschwisterliche Beziehung, die er mit den Päpsten entwickelt hat; die Selbstverständlichkeit des Umgangs mit den Orientalen; die Offenheit gegenüber den Kirchen der Reformation (Höhepunkt seine Tübinger Rede von 2017 über Luther); die zentrale Präsenz im ÖRK und in der KEK.
- Seine Bemühungen um den interreligiösen Dialog: Judentum (wie viele orthodoxe Patriarchen haben Synagogen besucht?), Islam, aber auch andere Religionen.
- Sein Engagement für die Ökologie, die in der Bezeichnung „grüner Patriarch“ zusammengefasst wird.
- Sein Einsatz für die Religionsfreiheit und die Menschenrechte überhaupt.
- Seine Menschlichkeit; ich bin dankbar dafür, persönlich mehrmals Zeuge davon gewesen zu sein. 
Sein vor kurzem erschienenes Buch „Begegnung mit dem Mysterium“ bietet einen Einblick in seine Biographie, aber auch in den orthodoxen Glauben 
Einfach ist es nicht, mutiger Ökumenischer Patriarch zu sein. Bartholomaios I. wird gerade wie kein anderer Orthodoxer attackiert, verleumdet, beschimpft (bitte, einfach googeln), Propaganda-Mechanismen der Mächtigen sei Dank. 
Seit Jahrzehnten hat er gelernt, mit Morddrohungen zu leben. Diese sind in den letzten Jahren nicht weniger geworden. 
Er trägt sein Kreuz und glaubt an die Auferstehung. Er ist am 29. Februar 1940 geboren; an dem Tag hat er seinen 80. (und gleichzeitig 20.) Geburtstag gefeiert. 
Ad multos annos, Heiligkeit.

Τετάρτη 20 Νοεμβρίου 2019

Η αρμενική παράδοση και ο αρχιμανδρίτης Κομιτάς*

Όταν πήγα στην Αρμενία, πρώτη μου αίσθηση ήταν αυτή ενός κόσμου στις εσχατιές της οικειότητας, μιας χώρας όπου η ανατολή είναι ακόμη κατανοητή, φίλια και απολαύσιμη, είναι δηλαδή ακόμη καθ᾽ ημάς. Ο αρμενικός πολιτισμός μού φάνηκε πως αρθρώνεται στον τόπο, αλλά και με τον τρόπο των συνόρων, με τις κορυφώσεις, τις αγωνίες και τις τραγωδίες κάθε συνοριακής κατάστασης. Ένας κόσμος μεταιχμιακός, μεθόριος, μεταξύ Ευρώπης και Ασίας, χριστιανισμού και ισλάμ· ένας μικρός λαός που επί τρεις χιλιάδες χρόνια προσπαθεί στην καυκάσια κοιτίδα του να αναπνεύσει υπό την ασφυκτική πίεση των λογής αυτοκρατοριών, από τους Πέρσες, τους Ρωμαίους και τους Βυζαντινούς, έως τους Οθωμανούς, του Μογγόλους, την τσαρική Ρωσία, αλλά και τους εθνικιστές Νεότουρκους, τα τανκς των Σοβιετικών ή στις μέρες μας το καθεστώς του Πούτιν.
Στην Αρμενία συναντά κανείς έναν πολιτισμό υψηλής εκλέπτυνσης που μόνο η προσήλωση στο στοιχειώδες σφυρηλατεί, μια αρχοντιά που εκβάλλει από την εσχάτη πενία, μια υπερηφάνεια που προκύπτει ως το μόνο που απομένει όταν τα έχεις χάσει όλα. Εδώ η ανάγκη υποβάλλει τον πραγματισμό της επιβίωσης, συνάμα όμως εδώ και ο κόσμος βρίσκει μεγάλη παραμυθία στα παραμύθια (ορισμένα από τα ωραιότερα παραμύθια του κόσμου είναι αρμενικά). Εδώ ο πόνος που έχει σωρεύσει η ιστορία, αλλά και ο φόβος που θέλουν να προκαλούν δυσάρεστοι γείτονες, μεταφράζεται σε μελαγχολική, όσο και ευγενική αισιοδοξία και σε κήρυγμα του λυτρωτικώς απροσδόκητου. Οι Αρμένιοι επιμένουν να μας θυμίζουν την ιστορία του Νώε, που εκτυλίχθηκε στα μέρη τους: το καράβι βγήκε στη στεριά, η κιβωτός με τη ζωή του κόσμου ανέβηκε επί τα όρη τα Αραράτ για να σηματοδοτήσει τη νέα ευκαιρία που μόνο ένας Θεός μπορεί να δώσει, μια ευκαιρία που ο Θεός πιστοποιεί θέτοντας «το τόξον του εν τη νεφέλη» ως σημείο της διαθήκης του με τη γη (βλ. αναλυτικά Γεν. 8-9).
Εκκινώντας από το τρίγωνο των λιμνών Βαν, Σεβάν και Ούρμια, το αρμενικό βασίλειο στα χρόνια περίπου του Χριστού έφτασε να εκτείνεται από την Κασπία Θάλασσα μέχρι τη Μεσόγειο, για να γνωρίσει ποικίλες αυξομειώσεις σε αντιπαράθεση με τις αυτοκρατορίες που προανέφερα ή και μέσα στο πλαίσιο που αυτές οριοθέτησαν. Ιδίως κατά τη δεύτερη μετά Χριστόν χιλιετία μέχρι και σήμερα οι Αρμένιοι διακρίνονται από διαρκή κινητικότητα πολύ πέραν των εκάστοτε κρατικών τους ορίων, μέχρι τη διασπορά τους έως εσχάτου της γης στον εικοστό και εικοστό πρώτο αιώνα, με τον κοσμοπολιτισμό που η ανοιχτωσιά αυτή συνεπάγεται.
Μέχρι τις μέρες μας στα ήθη και τα έθιμα της Αρμενίας εντοπίζονται ίχνη της πανσπερμίας των πίστεων που βιώθηκαν στο έδαφός της, από το ζωροαστρισμό, τη λατρεία του Μίθρα και μια ποικιλία γνωστικών διδασκαλιών, έως τους τραγικούς λόγω ισλαμικού κράτους Γιαζίντι, που έχουν βρει σήμερα καταφύγιο στη φιλόξενη χώρα, συγκροτώντας μεγάλη της μειονότητα. 
Είναι όμως ο χριστιανισμός αυτός που έδωσε στη χώρα την ταυτότητά της. Η Αποστολική Ορθόδοξη Εκκλησία των Αρμενίων, όπως αυτοπροσδιορίζεται, εκπροσωπεί μία από τις αρχαιότερες παραδόσεις της θρησκείας του Ιησού, ανάγοντας τις αρχές της στο κήρυγμα των αποστόλων Θαδδαίου και Βαρθολομαίου. Συριακές και ελληνικές χριστιανικές επιρροές διαμόρφωσαν τη φυσιογνωμία της, μέχρι που στις αρχές του τέταρτου αιώνα, ύστερα και από το έργο του αγίου Γρηγορίου του Φωτιστή η Αρμενία κατέστη το πρώτο, το αρχαιότερο επίσημα χριστιανικό κράτος στον κόσμο. Κατά τον πέμπτο αιώνα ο άγιος Μεσρόπ Μαστότς (ca. 360-440) και το επιτελείο του επινόησαν το αρμενικό αλφάβητο και μετέφρασαν τη Βίβλο, στερεώνοντας έτσι τη γλώσσα και γραμματεία της χώρας. Η αρμενική είναι μία Εκκλησία που γιορτάζει το γεγονός της μετάφρασης, που έχει ενταγμένη στο εορτολόγιό της τη μεγάλη εορτή των αγίων Μεταφραστών.
Οι Αρμένιοι αποδέχονται τις τρεις πρώτες Οικουμενικές Συνόδους της Εκκλησίας. Δεν είναι μονοφυσίτες, όπως όχι μόνο αδαείς, αλλά κυρίως κακόπιστοι εκφραστές του εν Ελλάδι φονταμενταλισμού τους αποκαλούν σήμερα, αγνοώντας επιδεικτικά τα πορίσματα της έρευνας, αλλά μιαφυσίτες[1], επιμένοντας στην ορολογία του αγίου Κυρίλλου Αλεξανδρείας. Χρειάστηκαν 15 αιώνες στους Ορθόδοξους της βυζαντινής παράδοσης και στους πιστούς των Προχαλκηδόνιων Εκκλησιών για να συνειδητοποιήσουν τη δογματική τους συμφωνία, παρά τη διαφορά στην ορολογία. Επί 15 αιώνες οι παραδόσεις τους χάθηκαν στη μετάφραση. Και προφανώς, παρά τη θεολογική συμφωνία που έχει εν τω μεταξύ επιτευχθεί (ήδη από τη δεκαετία του 1990[2]), θα συνεχίσει η διάσταση, όσο υπάρχουν άνθρωποι που εναντιώνονται στο διάλογο και σπέρνουν το μίσος για να κερδίζουν δημοσιότητα.
Η ομολογιακή διαφοροποίηση στέρησε επί αιώνες τους Έλληνες από τη δυνατότητα ουσιαστικής ώσμωσης με την αρμενική γραμματεία. Ο Γρηγόριος του Νάρεκ (δέκατος αιώνας) υπήρξε μεγάλος θεολόγος και ποιητής της χώρας αυτής του Καυκάσου. Το Βιβλίο των Θρήνων του είναι μέχρι σήμερα από τα προσφιλέστερα αναγνώσματα των Αρμενίων. Μεγάλη είναι η μορφή και του Καθολικού των Αρμενίων Νερσές Σνορχαλί του οποίου οι απόψεις για το διάλογο των χριστιανών υπήρξαν προφητικές. Μακάρι να ακουγόταν πιο γρήγορα ο πατριάρχης αυτός του 12ου αιώνα που μιλούσε για την ενότητα μέσα στην ποικιλία των παραδόσεων, για την ανάγκη της ανοχής και της διεύρυνσης του ορίζοντα των χριστιανών. 
Στην αρμενική παράδοση τα όρια της θρησκευτικής και κοσμικής ποίησης και μουσικής δεν είναι εύκολο να οριοθετηθούν ξεκάθαρα. Προσπερνώντας μορφές όπως ο Μκιτάρ του Αϊριβάνκ (13ος αι.), ο Σαγιάτ Νόβα (1712-1795) ή μεγάλων συνθετών όπως ο Μακάρ Εκμαλιάν (1856-1905), θα ήθελα να αναφερθώ ιδιαιτέρως στον αρχιμανδρίτη Κομιτάς (1869-1935), τα 150 χρόνια από τη γέννηση του οποίου γιορτάζουν οι Αρμένιοι τούτη τη χρονιά σε όλο τον κόσμο.
Φαίνεται πως ο δέκατος ένατος υπήρξε ο αιώνας όπου οι μεγάλοι της τέχνης έμελλε να αγνοούν στην αρχή της ζωής τους τις γλώσσες όπου επρόκειτο να διαπρέψουν. Αν αυτό, σύμφωνα με τον Σεφέρη, ισχύει για τον Σολωμό, τον Κάλβο και τον Καβάφη («οι τρεις μεγάλοι των γραμμάτων μας που δεν ήξεραν ελληνικά»), εφαρμόζεται στα αρμενικά πράγματα στη μορφή του μαρτυρικού Κομιτάς, που ξεκίνησε τη ζωή του στην Κιουτάχεια το 1869 με το κοσμικό όνομα Σογομόν Σογομονιάν και που μέχρι τα δώδεκά του χρόνια, παρ᾽ ό,τι γόνος Αρμενίων, μιλούσε μόνο τουρκικά. Την παιδική του ηλικία την πέρασε στην ένδεια και στην ορφάνια, χάνοντας τη μάνα του έξι μήνες αφ᾽ ότου είδε το φως και, έντεκα χρόνια αργότερα, τον στο μεταξύ αλκοολικό πατέρα του. Τον έσωσε ένας κληρικός που τον έστειλε δωδεκαετή στο Καθολικάτο του Ετσμιατζίν, στο ιερατικό σεμινάριο Κεβορκιάν, το οποίο είχε τότε ένα πρόγραμμα για ορφανά παιδιά. Όταν παρουσιάστηκε μπροστά στον Καθολικό και ανώτατο Πατριάρχη των Αρμενίων Κεβόρκ Δ´, ο ύψιστος ιεράρχης δυσφόρησε για τα ανύπαρκτα αρμενικά του παιδιού, για να ενθουσιαστεί όμως πάραυτα με το φωνητικό και μουσικό του τάλαντο, με αποτέλεσμα ο μικρός Σογομόν να ζήσει στη θαλπωρή του πατριαρχικού οικοτροφείου και να αφιερωθεί στη θεολογία και τη μουσική. Ο ίδιος το 1894 έγινε ιερομόναχος, λαμβάνοντας το όνομα Κομιτάς, προς τιμήν του ομώνυμου ποιητή, μουσικού και Καθολικού των Αρμενίων του 7ου αιώνα, και ένα χρόνο αργότερα πήρε τον τίτλο του βαρταπέντ, έγινε δηλαδή αρχιμανδρίτης. 
Εκτός από κλίση στη σύνθεση, ο Κομιτάς ενωρίτατα ανέπτυξε ευρύτερα μουσικολογικά ενδιαφέροντα. Έχοντας κατακτήσει πλέον την αρμενική γλώσσα, σχεδίασε ένα μεγαλεπίβολο έργο για τη συγκέντρωση και καταγραφή της μουσικής παράδοσης των Αρμενίων, θρησκευτικής και κοσμικής, αλλά και για τον καθαρμό της από επιρροές τουρκικές και ιρανικές: γι᾽ αυτόν η αρμενική μουσική είναι εκ φύσεως λιτή, δεν έχει τίποτε να κάνει με το συναισθηματικό πληθωρισμό των ανατολίτικων παραδόσεων. Ως τέκνο του 19ου αιώνα, ο Κομιτάς συνέδεσε τον αγώνα για την ανεύρεση και το σμίλεμα της προσωπικής του ταυτότητας με την αγωνία για τον προσδιορισμό της ιδιαιτερότητας του έθνους του, όπως αυτή αναδεικνυόταν στα μουσικά του τεκμήρια. Η επιστροφή στις ρίζες ήταν ταυτόχρονα και εγχείρημα οριοθέτησης έναντι των όμορων παραδόσεων. Η μουσική κατέστη έτσι οδός πατριδογνωσίας. Ο κληρικός και μουσικός ταυτίστηκε με το λαό του.
Ορόσημο στη συγκρότηση της φυσιογνωμίας του Κομιτάς αποτέλεσαν οι σπουδές του δίπλα στον μεγάλο Μακάρ Εκμαλιάν στην Τιφλίδα, ιδίως όμως τα χρόνια του στο Βερολίνο: Το ορφανό αρμενόπουλο από την Κιουτάχεια, ο καλόγερος του Ετσμιατζίν, αναδείχθηκε σε μουσικολόγο επιστήμονα στη Γερμανία, όπου και διέπρεψε, οικειοποιούμενος την πλέον αυστηρή επιστημονική μεθοδολογία. Και μόνο κοιτάζοντας τις φωτογραφίες της εποχής, εντυπωσιάζεται κανείς από την αφομοιωτική ικανότητα του ανθρώπου αυτού, ο οποίος με φυσικότητα εντάχθηκε στη δυτικοευρωπαϊκή πραγματικότητα, για την οποία υπήρξε ενδιαφέρων ακριβώς διότι μιλούσε για την άγνωστη μουσική της πατρίδας του, όπου επέστρεψε το 1899, για να αφοσιωθεί στην ανάδειξη της μουσικής κληρονομιάς της. Από το κοστούμι του φοιτητή επέστρεψε στο ράσο του καλόγερου και όντως, μαζί με τους φοιτητές του στο Ετσμιατζίν, άρχισε να παίρνει τα χωριά και καταγράφει κάθε τραγούδι. Έφτασε πραγματικά στο παραπέντε της καταστροφής. Λίγα χρόνια μετά ο κόσμος αυτός δεν θα υπήρχε πλέον. Σχεδόν ό, τι γνωρίζουμε για την αρμενική μουσική παράδοση της λεγόμενης Δυτικής Αρμενίας, δηλαδή της Ανατολικής Τουρκίας, το οφείλουμε στο έργο του Κομιτάς. Ο ακαταπόνητος αρχιμανδρίτης συγκέντρωσε 3000 τραγούδια, αλλά και επεξεργάστηκε την κληρονομιά αυτή δημιουργικά και στις δικές του συνθέσεις. 
Η πρώτη δεκαετία του εικοστού αιώνα είναι ένα διάστημα όπου όμως ο κόσμος γίνεται μικρός γι᾽ αυτόν. Βιώνει εντάσεις ισχυρές ανάμεσα στη θρησκευτική του αποστολή και στα βιώματά του στον κόσμο. Ζει στην Ανατολή, έχει όμως και μια ουσιώδη εμπειρία της Δύσης, στην οποία για μικρά διαστήματα ολοένα καταφεύγει. Κι αν όμως ο ίδιος στην ψυχή του φαίνεται πως συμφιλιώνει αντίρροπα ρεύματα, σκανδαλίζει με την αντισυμβατικότητά του. Αυτός, ένας άγαμος κληρικός, να συγκεντρώνει και να τυπώνει, μεταξύ άλλων, ακόμη και ερωτικά τραγούδια; Αυτός, ο αρχιμανδρίτης, να τραγουδάει την αγάπη στη γυναίκα; Δεν είναι βλασφημία, θρησκευτικοί ύμνοι που επί αιώνες προορίζονταν μόνο για το ναό, να τραγουδιούνται τώρα και σε αίθουσες συναυλιών, όπως θέλει ο Κομιτάς; 
Το 1910 καταφεύγει στην Κωνσταντινούπολη με την ελπίδα ενός πιο ανοιχτού ορίζοντα. Εκεί περνάει χρόνια πυρετώδους δημιουργίας και καθολικής αναγνώρισης, κάτι που του επιτρέπει να αψηφά ακόμη και απαγορεύσεις των αρμενικών θρησκευτικών αρχών. Στο αποκορύφωμα της φήμης του, λίγες εβδομάδες πριν τη ριζική ανατροπή της ζωής του, σε μια συναυλία όπου αναγκάστηκε να συμμετάσχει, παρόντες θα είναι και παρ᾽ ολίγον δολοφόνοι του, εκτελεστές σχεδίου γενοκτονίας εναντίον του λαού του με πρώτο τον Ταλάτ πασά.
Στις 24 Απριλίου 1915, με την έναρξη του πογκρόμ, συλλαμβάνεται μαζί με άλλους 291 Αρμενίους διανοούμενους και οδηγείται σε στρατόπεδο συγκέντρωσης στο Τσανγκίρι, κοντά στην Άγκυρα. Στις τρεις εβδομάδες όπου πέρασε εκεί θα βιώσει μια νευρική κατάρρευση από την οποία δεν συνήλθε ποτέ. Με παρέμβαση ακόμη και Τούρκων διανοουμένων, αλλά και του Αμερικανού πρεσβευτή, θα σωθεί, όπως και ελάχιστοι άλλοι κρατούμενοι. Όμως ο κόσμος δεν θα είναι πια ο ίδιος. Μια οξεία διαταραχή μετατραυματικού στρες, παραισθήσεις, μανία καταδίωξης, ένα τρομερό άγχος και δυσπιστία έναντι των πάντων, θα τον οδηγήσουν, μόλις 45χρονο, στον εγκλεισμό σε ψυχιατρικές κλινικές, πρώτα στην Πόλη και ύστερα στο Παρίσι. Στην κλινική της Πόλης μιλούσε μόνο τουρκικά, από φόβο μήπως οι Τούρκοι γιατροί του τον τιμωρήσουν αν μιλήσει τη γλώσσα του. Ένιωθε ακόμη και από τους φίλους του προδομένος, μη συγχωρώντας τους ότι τον πήγαν στην κλινική. Σε έναν άνθρωπο μόνο έδειχνε εμπιστοσύνη στην Πόλη στη φάση αυτή, σε έναν Έλληνα γιατρό. Καθώς η κατάστασή του δεν σημείωνε ιδιαίτερη βελτίωση, τελικά μεταφέρθηκε σε ψυχιατρικά ιδρύματα στο Παρίσι, όπου θα περάσει τα τελευταία είκοσι χρόνια της ζωής του (πέθανε το 1935), ανίκανος για κάθε έργο.
Ο αρχιμανδρίτης Κομιτάς, έτι ζων, αναδείχθηκε σε σύμβολο του αγώνα του λαού του για αυτοπροσδιορισμό, αλλά και του άφατου δράματος της αρμενικής γενοκτονίας. Έσωσε δια της καταγραφής μία παράδοση, την οποία προεξέτεινε στα πρωτότυπα έργα του, μεταξύ άλλων και στη μουσική επένδυση της Θείας Λειτουργίας που φιλοτέχνησε. Ήταν άνθρωπος της θρησκείας, όχι όμως λιγότερο και του κόσμου, όντας ειλικρινής ως προς την ένταση αμφοτέρων. Έπαιρνε στα σοβαρά και τους αγγέλους και τους δαίμονές του. Πρόβαλε την παράδοση όχι ως φονταμενταλιστής, αλλά με τα εργαλεία της νεοτερικότητας και ουσιαστικά προσπάθησε να διανοίξει προς το καινούριο έναν κόσμο κλειστό. Στρεφόμενος προς τις ανατολικές του ρίζες, έριχνε το βλέμμα του ταυτόχρονα και προς τη Δύση. Μπορούσε να κινείται με την ίδια άνεση στις αρμενικές εκκλησιές του Γερεβάν και της Πόλης, αλλά και στις μεγάλες αίθουσες συναυλιών από το Παρίσι μέχρι την Τιφλίδα. Η ζωή του ανατρέπει στερεότυπα και σχηματοποιήσεις. Η μουσική του δείχνει προς τα ουράνια, ακόμη και όταν μιλάει για τα επίγεια. Ο Κομιτάς εμπνέει και συγκινεί, ακριβώς διότι δείχνει, χριστιανικότατα, ότι η ειλικρινής μεγαλοσύνη δεν είναι δίχως εντάσεις και πληγές. Η μεγαλοσύνη του είναι εν-τραύματη, σταυρική, και συνάμα μεστή καταλλαγής. Λίγους μήνες πριν το θάνατό του, σε μια από τις τελευταίες αναλαμπές του, συμβούλεψε τους επισκέπτες του στην κλινική: «να φροντίζετε τα παιδιά του αρμενικού έθνους […] να αγαπιέστε, να αγαπάτε πολύ, ώστε να μπορείτε να ζήσετε».  
Ο αρχιμανδρίτης Κομιτάς μάς θυμίζει ότι αξίζει να στρέφουμε συχνά το βλέμμα προς τα όρη τα Αραράτ, τον πολιτισμό, την τραγωδία και την αρχοντική αισιοδοξία τους.

Γιώργος Βλαντής

Ενδεικτική βιβλιογραφίαMesrob K. Krikorian, Franz Werfel und Komitas. An den Wassern zu Babel saßen wir und weineten, Frankfurt a.M. 1999· Γιέσνικ ΠετροσιάνΗ Αγία Αποστολική Εκκλησία των Αρμενίων1700 έτη επίσημα αναγνωρισμένου χριστιανικού βίου, Αθήναι 2001· Οχανές-Σαρκίς Αγαμπατιάν, Αρμενία. Αναδρομή στην ιστορία του αρμενικού έθνους, Αθήνα 2003· Anne Elizabeth Redgate, Οι Αρμένιοι, μτφρ. Μπάμπης Κολώνιας, Αθήνα 2006· RitaSoulahian KuyumjianArcheology of MadnessKomitas. Portrait of an Armenian Icon, London 2010.


* Εισήγηση στην εκδήλωση «Επί τα όρη τα Αραράτ. Βραδιά αρμενικής και ελληνικής μουσικής» του Καλλιτεχνικού Συνόλου «Πολύτροπον»(Δευτέρα 18 Νοεμβρίου 2019, Αίθουσα Διδασκαλίας της Μουσικής Βιβλιοθήκης του Συλλόγου Οι Φίλοι της Μουσικής στο Μέγαρο Μουσικής Αθηνών). Για την Αρμενία 
[1] Βλπ.χ. Christian Lange-Karl Pinggéra, Die altorientalischen Kirchen. Glaube und Geschichte, Darmstadt 2010, 11. 
[2] Βλσχετικά ιδίως Christine Chaillot, The Dialogue between Eastern Orthodox and Oriental Orthodox Churches, Volos Academy Publications: Volos 2016.

Πέμπτη 14 Νοεμβρίου 2019

Η Εκκλησία της Ελλάδος και η ουκρανική αυτοκεφαλία
Συνέντευξη στην ιστοσελίδα Nachrichtendienst Östliche Kirchen*

Στις 19 Οκτωβρίου ο Αρχιεπίσκοπος Αθηνών Ιερώνυμος μνημόνευσε τον Μητροπολίτη Επιφάνιο (Dumenko) κατά τη Θεία Λειτουργία στη Θεσσαλονίκη. Εγκαθιδρύθηκε με τον τρόπο αυτό εκκλησιαστική κοινωνία μεταξύ της Εκκλησίας της Ελλάδος και της νέας ορθόδοξης Εκκλησίας της Ουκρανίας; 
Η ορθόδοξη Εκκλησία της Ελλάδος βρίσκεται πλέον όντως σε πλήρη κοινωνία με την αυτοκέφαλη Εκκλησία της Ουκρανίας. Η μνημόνευση του Προκαθημένου της νέας Εκκλησίας, Μητροπολίτη Επιφανίου, κατά το συλλείτουργο του Οικουμενικού Πατριάρχη με τον Αρχιεπίσκοπο Αθηνών στη Θεσσαλονίκη ήταν η πρώτη λειτουργική έκφραση της εγκαθίδρυσης της κοινωνίας αυτής. Ο Ιερώνυμος Β´ δεν έλαβε μέρος στη Λειτουργία της Θεσσαλονίκης μόνο ως επί κεφαλής της Αρχιεπισκοπής Αθηνών, αλλά ως Προκαθήμενος της Εκκλησίας της Ελλάδος και, ως εκ τούτου, ως κέντρο της ενότητάς της. Μετά την απονομή της αυτοκεφαλίας απέφευγε για πολλούς μήνες να συλλειτουργήσει με τον Πατριάρχη Βαρθολομαίο, προφανώς και για το λόγο ότι στη Λειτουργία που τελεί ο Οικουμενικός Πατριάρχης μνημονεύεται πάντοτε και ο Προκαθήμενος της Εκκλησίας της Ουκρανίας. Αμέσως όμως μετά τις συνοδικές αποφάσεις της Εκκλησίας του ο Ιερώνυμος το έκανε. Στις 21 Οκτωβρίου ο Αρχιεπίσκοπος Αθηνών απέστειλε στον Μητροπολίτη Επιφάνιο το ειρηνικό του γράμμα ως απάντηση στο αντίστοιχο του τελευταίου μετά την εκλογή του ως Προκαθημένου της Ορθόδοξης Εκκλησίας της Ουκρανίας στις 15 Δεκεμβρίου 2018. Στο ειρηνικό γράμμα ο Ιερώνυμος ανακοινώνει σαφώς την έναρξη πλήρους κοινωνίας με τη νέα Εκκλησία. Με το συλλείτουργο με τον Οικουμενικό Πατριάρχη και το ειρηνικό γράμμα ο Αρχιεπίσκοπος Αθηνών έκανε χρήση του κανονικού προνομίου του, ως Προκαθήμενος μιας αυτοκέφαλης Εκκλησίας, να εντάξει το όνομα του νέου Προκαθημένου στα Δίπτυχα της Εκκλησίας του και με τον τρόπο αυτό να εγκαθιδρύσει κοινωνία με τη νέα Εκκλησία. Το προνόμιο αυτό το επιβεβαίωσαν οι συνοδικές αποφάσεις της Διαρκούς Ιεράς Συνόδου (28 Αυγούστου 2019) και της Ιεραρχίας της Εκκλησίας της Ελλάδος (12 Οκτωβρίου 2019). Δεν πρόκειται για κάτι το καινούριο, αλλά για την παραδεδομένη πράξη των Προκαθημένων των αυτοκεφάλων Εκκλησιών ύστερα από την απονομή μίας νέας αυτοκεφαλίας από το Οικουμενικό Πατριαρχείο.

Τις τελευταίες εβδομάδες και τους τελευταίους μήνες ασχολήθηκαν πολλές συνάξεις Ελλήνων επισκόπων με το θέμα της Ουκρανίας. Γιατί ήταν τόσο δύσκολο για τους επισκόπους να φτάσουν σε μια ενιαία θέση;
Θα ήθελα να κατονομάσω δύο λόγους. Πρώτον: Ένας βασικός λόγος για την καθυστέρηση ήταν οι μεγάλες εντάσεις, οι οποίες επιβάρυναν τα τελευταία χρόνια τις σχέσεις ανάμεσα στο Οικουμενικό Πατριαρχείο και την Εκκλησία της Ελλάδος, οι οποίες, ωστόσο, δεν είχαν καμία σχέση με το ζήτημα της Ουκρανίας. Επρόκειτο για διμερείς εντάσεις, οι οποίες επέδρασαν αρνητικά ακόμη και στις προσωπικές σχέσεις των δύο Προκαθημένων: Δικαιοδοσιακές διαμάχες, η μη συμπερίληψη του Οικουμενικού Πατριαρχείου κατά την πρώτη φάση των διαπραγματεύσεων της Εκκλησίας της Ελλάδος με την κυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ για τη μισθοδοσία των κληρικών, κ.ά. Είναι χαρακτηριστικό πως τον Οκτώβριο του 2018, πριν δηλαδή την απονομή της ουκρανικής αυτοκεφαλίας, ο Αρχιεπίσκοπος δεν θέλησε να συναντήσει τον Οικουμενικό Πατριάρχη, ο οποίος βρισκόταν στην Αθήνα. Η διαδικασία της συμφιλίωσης διήρκεσε αρκετά. Νομίζω όμως ότι ήδη τον Απρίλιο του 2019 ήταν κατά το μάλλον ή ήττον λιγότερο ή περισσότερο σαφές ότι η Εκκλησία της Ελλάδος θα εκφραζόταν θετικά ως προς το ουκρανικό ζήτημα, όταν ο Αρχιεπίσκοπος Ιερώνυμος προσκάλεσε τον Πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως στην Αθήνα.
Ήδη από την αρχή δεν υπήρχε αμφιβολία ότι η Εκκλησία της Ελλάδος θα στεκόταν στο πλευρό του Οικουμενικού Πατριαρχείου. Οι πλέον διακεκριμένοι επίσκοποι και θεολόγοι της χώρας υποστήριξαν σε αναρίθμητες συμβολές τα κανονικά δίκαια της Εκκλησίας της Κωνσταντινουπόλεως. Εναντίον ήταν μόνο μία μικρή υπερσυντηρητική μειονότητα, η οποία τα τελευταία χρόνια αμφισβητεί συστηματικά όλες τις αποφάσεις του Οικουμενικού Πατριαρχείου (π.χ. συμμετοχή στον οικουμενικό και διαθρησκειακό διάλογο, Αγία και Μεγάλη Σύνοδος, ουκρανική Αυτοκεφαλία)· λόγος αυτής της δυσανεξίας είναι η για τους ανθρώπους αυτούς ασυγχώρητη οικουμενική ανοικτότητα της Κωνσταντινούπολης. Ο Αρχιεπίσκοπος Ιερώνυμος, ο οποίος δίνει ιδιαίτερη αξία στη συνοδικότητα, ήθελε να ακουστούν και αυτές οι γνώμες, και για το λόγο αυτό αποφάσισε υπέρ ενός μακρύτερου, όμως διαφανούς και ξεκάθαρου δρόμου. Συνοδικές επιτροπές συνέταξαν ένα πόρισμα, το οποίο συνιστούσε την αναγνώριση της αυτοκέφαλης Εκκλησίας της Ουκρανίας. Και τόσο η Διαρκής Ιερά Σύνοδος, όσο και η Ιεραρχία, αποφάσισαν υπέρ της νέας Εκκλησίας με πολύ μεγάλη πλειοψηφία. 
Δεύτερον, η έντονη πίεση των αντιπάλων της νέας Εκκλησίας σε όλες τις αυτοκέφαλες Εκκλησίες έπαιξε επίσης ένα ρόλο. Για το ζήτημα αυτό μίλησαν πολλοί Μητροπολίτες της Εκκλησίας της Ελλάδος κατά την τελευταία τους σύναξη ιδιαιτέρως ξεκάθαρα. Ο φόβος ήταν η διακοπή της ευχαριστιακής κοινωνίας της Εκκλησίας της Ρωσίας με τις Εκκλησίες που θα αναγνωρίσουν την Εκκλησία της Ουκρανίας, η δημιουργία παράλληλων ρωσικών δομών στο έδαφος της δικαιοδοσίας τους και η διακοπή των οικονομικών σχέσεων της Μόσχας με τις Εκκλησίες αυτές, οι οποίες, μεταξύ άλλων, επωφελούνται από το ρωσικό θρησκευτικό τουρισμό. Παράλληλα έλπιζε κανείς σε μια γρήγορη λύση που θα επιτυγχανόταν είτε διμερώς, μεταξύ Κωνσταντινούπολης και Μόσχας, ή σε πανορθόδοξο επίπεδο, ώστε να μη χρειαστεί οι υπόλοιπες Εκκλησίες να λάβουν θέση ξεχωριστά. Ορισμένοι είχαν την έγνοια ότι μία σαφής λήψη θέσης θα οδηγούσε στη δημιουργία μετώπων, η οποία με τη σειρά της θα επιτάχυνε ένα σχίσμα εντός της Ορθοδοξίας. Κατέστη όμως σαφές ότι και η μη λήψη θέσης συνιστά επίσης μία θέση, και μάλιστα μία αντιπαραγωγική θέση, η οποία αφήνει να δημιουργείται η εντύπωση πως οι ορθόδοξες Εκκλησίες συμπεριφέρονται με φόβο και όχι εν ελευθερία. Κανείς δεν επιτρέπει ευχαρίστως να τον πιέζουν. Η δίχως μέτρο επιθετικότητα των αντιπάλων της ουκρανικής αυτοκεφαλίας εναντίον του Οικουμενικού Πατριαρχείου έφερε την Κωνσταντινούπολη και την Αθήνα ακόμη πιο κοντά.

Πώς συμπεριφέρονται τώρα οι ενδοεκκλησιαστικοί επικριτές μιας αναγνώρισης της ορθόδοξης Εκκλησίας της Ουκρανίας; Υιοθετούν την απόφαση του Αρχιεπισκόπου Ιερωνύμου;
Η αντίσταση στην αναγνώριση της αυτοκεφαλίας της Εκκλησίας της Ουκρανίας είναι πολύ μικρότερη από ό, τι ισχυρίζονται μερικά μέσα επικοινωνίας και επίσης ισχυροί μηχανισμοί προπαγάνδας. Διαρκώς υπερτονίζονται οι πληθωριστικές και επιθετικές δηλώσεις μιας μικρής μειονότητας ιεραρχών και κληρικών εν γένει, οι οποίοι συστηματικά πολεμούν εναντίον του Οικουμενικού Πατριαρχείου. Η μειονότητα αυτή ήταν εναντίον της Αγίας και Μεγάλης Συνόδου, παραμένει φανατικά εναντίον της οικουμενικής κίνησης, ενώ ορισμένοι εκπρόσωποί της σοκάρουν ολοένα την ελληνική κοινωνία με τις αντισημιτικές τους δηλώσεις. Στην επιχειρηματολογία τους χρησιμοποιούν όλες τις αντιρωμαιοκαθολικές, αντιδυτικές, αντιαμερικανικές, κ.ά. θεωρίες συνωμοσίας, ώστε να πολεμήσουν εναντίον της Εκκλησίας της Ουκρανίας. Καταδικάζω έντονα κάθε ακραία δήλωση· το γεγονός όμως, ότι και αντίπαλοι της ουκρανικής αυτοκεφαλίας δύνανται να εκφραστούν δημοσίως και άφοβα, αποτελεί κέρδος για την Εκκλησία της Ελλάδος. Δίχως να θέλω να ωραιοποιήσω κάτι, τους τελευταίους μήνες κατέστη σαφές ότι οι ελληνόφωνες Εκκλησίες αντέχουν πολύ περισσότερη δημοκρατία και ωφελούνται από αυτή, σε αντίθεση με άλλες, οι οποίες παρουσιάζονται ως μονολιθικές οντότητες. Στις ελληνόφωνες Εκκλησίες δύναται κανείς να ακούσει διαφορετικές γνώμες και αυτό είναι απλώς φυσιολογικό. Πίσω από την αντιουκρανική ομοφωνία άλλων Εκκλησιών κρύβεται συχνά έλλειμμα σεβασμού απέναντι σε άλλες ενδοεκκλησιαστικές απόψεις, αλλά και πολύς φόβος. Και στις Εκκλησίες αυτές υπάρχουν υποστηρικτές της αυτοκεφαλίας της Ουκρανίας, κάποιοι όμως φοβούνται να εκφραστούν, διότι αυτό θα μπορούσε να οδηγήσει σε δυσάρεστες συνέπειες. Ήδη υπάρχουν λυπηρά σχετικά παραδείγματα.
Η συνοδικώς ενισχυμένη απόφαση του Αρχιεπισκόπου Αθηνών είναι πάντως δεσμευτική για όλη την Εκκλησία της Ελλάδος. Ύστερα από την απόφαση της Εκκλησίας τον Οκτώβριο μόνο δύο Μητροπολίτες αντέδρασαν ηχηρά, και σίγουρα αυτό δεν θα κρατήσει πολύ. Αλλά ακόμη και αν κάποιοι επίσκοποι αρνηθούν να δεξιωθούν ουκρανούς πιστούς, οι ίδιοι παραμένουν σε κοινωνία με μία σύνοδο και έναν Προκαθήμενο που βρίσκονται σε πλήρη κοινωνία με τους δήθεν σχισματικούς. Ενδεχομένως η Εκκλησία της Ελλάδος να λάβει μέτρα εναντίον ιεραρχών που θα ήθελαν να δημιουργήσουν προβλήματα. Η δημιουργία μίας κατάστασης, όπου σε κάποιες μητροπόλεις θα αναγνωρίζεται η νέα Εκκλησία και σε άλλες όχι, δεν είναι προς το συμφέρον της Εκκλησίας της Ελλάδος. Τα τελευταία χρόνια ολοένα παρατηρείται το εξής: Υπάρχουν κάποιοι κληρικοί που μπορεί να φωνάζουν πολύ, ταυτοχρόνως όμως είναι αρκετά κυνικοί, ώστε να μην παραιτούνται από το λίαν εκλεπτυσμένο ένστικτο επιβίωσής τους. Δεν θα ρισκάρουν κανένα σχίσμα στο όνομα της ουκρανικής κρίσης. Δεν θα διακινδυνεύσουν να χάσουν τα από την Εκκλησία και το κράτος προσδιορισμένα προνόμιά τους. Τόσο μεγάλοι ιδεαλιστές οι Έλληνες αντίπαλοι της Κωνσταντινούπολης δεν είναι. 
Γιώργος Βλαντής


* Γερμανικό πρωτότυπο: https://noek.info/hintergrund/1318-georgios-vlantis-zur-anerkennung-der-orthodoxen-kirche-der-ukraine-durch-athen(ημερομηνία δημοσίευσης: 14.11.2019). Μετάφραση: Γιώργος Βλαντής.

Σάββατο 7 Σεπτεμβρίου 2019


ΤΟ ΚΕΡΔΟΣ ΜΙΑΣ ΚΡΙΣΗΣ
Οφέλη της ουκρανικής υπόθεσης

Σήμερα, 7 Σεπτεμβρίου 2019, συμπληρώνεται χρόνος από την ιστορική απόφαση της Αγίας και Ιεράς Συνόδου του Οικουμενικού Πατριαρχείου για τον καθορισμό των αρχιεπισκόπου Παμφίλου κ. Δανιήλ και επισκόπου Edmonton κ. Ιλαρίωνα ως εξάρχων του στο Κίεβο με αποστολή να συμβάλουν στην προετοιμασία της χορήγησης αυτοκεφαλίας στην Εκκλησία της Ουκρανίας. Μία εβδομάδα αργότερα η Ιερά Σύνοδος της Εκκλησίας της Ρωσίας θα ξεκινούσε τη λήψη αποφάσεων που οδήγησαν στη διακοπή κοινωνίας με το Οικουμενικό Πατριαρχείο. Ήδη όμως στις 8 Σεπτεμβρίου του 2018, πριν τις επίσημες αποφάσεις του Πατριαρχείου Μόσχας, οι εκπρόσωποί του που συμμετείχαν στο συνέδριο ορθόδοξης πνευματικότητας της μοναστικής κοινότητας του Boseέλαβαν εντολή να μη συμμετάσχουν στη διορθόδοξη λειτουργία που ήταν προγραμματισμένο να τελεστεί. Η λειτουργική αυτή σύναξη επισκιάστηκε μάλιστα και από την αψυχολόγητη αντίδραση θερμόαιμου ιεράρχη του Πατριαρχείου Αλεξανδρείας, ο οποίος, μπροστά σε ένα έκπληκτο εκκλησίασμα, επέκρινε την Πρωτόθρονη Εκκλησία. Η συμπεριφορά του θορυβώδους κληρικού προϊδέαζε απλώς για τη στάση ιερωμένων ελληνόφωνων Εκκλησιών τους μήνες που θα ακολουθούσαν. 
Η επέτειος αυτή είναι αφορμή για μια τηλεγραφική απαρίθμηση κάποιων μόνο θετικών στοιχείων που αναδείχθηκαν μέσα στην κρίση αυτή. Η αναφορά στα κέρδη που πιστεύω ότι αποκόμισε η Ορθοδοξία από την ουκρανική υπόθεση δεν είναι εξαντλητική, ούτε συνεπάγεται χαρά για τη σημερινή κατάσταση, αντιθέτως. Πιστεύω όμως ότι η ένταση στις διορθόδοξες σχέσεις που πυροδοτήθηκε από τη χορήγηση αυτοκεφαλίας στην Εκκλησία της Ουκρανίας λειτουργεί απομυθευτικά και καθαρτικά, συμβάλλει στην ευκρίνεια του βλέμματός μας. 
·     Αναδεικνύει η κρίση τα δίκτυα των οικονομικών και πολιτικών εξαρτήσεων, των δελεασμών και των εκβιασμών που καθορίζουν τη στάση ιεραρχών ή και ολόκληρων συνόδων και τεκμηριώνει την ευρύτερη απαξίωση στην οποία έχουν αυτοί και αυτές οδηγηθεί. Είναι ενδιαφέρον να παρατηρεί κανείς πως καθ᾽ όλα, οικονομικά και πολιτικά, εξαρτημένες Εκκλησίες πιστεύουν ότι δύνανται να συναποφασίζουν με το Οικουμενικό Πατριαρχείο για την αυτοκεφαλία, δηλαδή τη διοικητική ανεξαρτησία και αυτοτέλεια της μεγάλης Εκκλησίας της Ουκρανίας. Σε ένα καθαρά πραγματιστικό επίπεδο τίθεται το ερώτημα ποιες Εκκλησίες είναι όντως αυτοκέφαλες, δηλαδή ανεξάρτητες, όταν άλλες Εκκλησίες τους πληρώνουν ακόμη και το ηλεκτρικό ρεύμα (που λέει ο λόγος ή, ενίοτε, όχι μόνον ο λόγος).
·     Φανερώνει την εκκλησιολογική και κανονική ένδεια θεολόγων που ξεκίνησαν πολλά υποσχόμενοι, οι οποίοι όμως επιλέγουν τον αυτοεγκλωβισμό σε αναιμικά, ασπόνδυλα ιδεολογήματα και πολιτικές θεωρίες και / ή διακρίνονται από έναν ελιτισμό που δεν διευκολύνει τη σκέψη τους να γονιμοποιήσει την εκκλησιακή πραγματικότητα. Με άλλα λόγια: Είναι άλλο η ευθύνη απέναντι στην ιστορία και άλλο το «να το παίζεις κουλτούρα και ιστορία».
·     Επιβεβαιώνει ότι όσοι υπερομνύουν στο όνομα της Ορθοδοξίας είναι και οι πλέον ύπουλοι εχθροί του μηνύματός της. Σύμπασα η καθώς παρασυναγωγή συμπεριφερόμενη ομάδα των αντιοικουμενιστών, των πολεμίων της Αγίας και Μεγάλης Συνόδου και του Φαναρίου έσπευσε να δώσει γη και ύδωρ στις δυνάμεις που πολεμούν την ανεξάρτητη Εκκλησία της Ουκρανίας, όπως, άλλωστε, αναμενόταν. Στους χώρους τους γίνεται συχνότατα λόγος για την αξία του πατριωτισμού και για την υπηρεσία στα ιερά και τα όσια της Ελλάδας. Καλό θα ήταν, αν όντως σκέφτονται έτσι, να αναρωτηθούν με ειλικρίνεια αν η στάση τους, στάση που ουσιαστικά επιθυμεί τη φαλκίδευση του Οικουμενικού Πατριαρχείου και τη συνέχιση των κάθε λογής εξαρτήσεων των λοιπών ελληνόφωνων Εκκλησιών, είναι εθνικά ωφέλιμη.
·     Δείχνει το ρόλο των μέσων επικοινωνίας στη δημιουργία εντυπώσεων αναντίστοιχων με την πραγματικότητα. Στην Ελλάδα υπερπροβάλλονται, προφανώς όχι με το αζημίωτο, οι θέσεις και του πλέον ασήμαντου εχθρού της ουκρανικής αυτοκεφαλίας, όταν ταυτοχρόνως τηρείται σιγή ιχθύος για τα ουσιαστικά τεκταινόμενα στη νέα Εκκλησία των τόσων εκατομμυρίων πιστών, για τη ζωή και τη θεολογία της, τη σκέψη και τη λατρεία της. Ειδήσεις από τη νέα Εκκλησία δεν είναι μόνο τα υπερτονισμένα καμώματα του υπερενενηντάχρονου Φιλάρετου, αυτά όμως είναι που πρωτίστως συζητώνται και όχι η θεολογική και πνευματική προσφορά, οι καημοί και ο πόνος της νέας Εκκλησίας. Ουσιαστικό εκκλησιαστικό κέρδος της δεξίωσης τόσων πρώην σχισματικών στην κανονικότητα είναι η άρση της καταδίκης στην αορασία που επέβαλε εκ των πραγμάτων η διάσπαση της ενότητας. Με την αποκατάσταση της κοινωνίας έχουμε τη δυνατότητα να δούμε αδελφούς και αδελφές, ολόκληρα εκατομμύρια, που παλιότερα πλήρως αγνοούσαμε. 
·     Αποκαλύπτει τον προβληματικό ρόλο μη ορθόδοξων φίλων ή «φίλων» της Ορθοδοξίας, ειδικών ή «ειδικών» σε αυτή, οι οποίοι ως δήθεν ουδέτεροι παρατηρητές ανακατεύονται στα εσωτερικά της και υποδεικνύουν λύσεις που κανείς δεν τους ζήτησε, αντικείμενοι στο ήθος του οικουμενικού διαλόγου, το οποίο επιβάλλει σεβασμό και κατά κανόνα διακριτική σιγή όταν μία Εκκλησία αντιμετωπίζει προβλήματα. Η κρίση όμως αυτή έδειξε και την ισχυρή δικτύωση αυτών των ανθρώπων στις σλαβικές χώρες, την ώρα που ελάχιστες είναι οι πρωτοβουλίες των ελληνόφωνων Εκκλησιών και των θεολόγων τους για ουσιαστικές επαφές με έναν κόσμο ο οποίος συμβάλλει αποφασιστικά στη διαμόρφωση της διεθνούς εικόνας της Ορθοδοξίας και ο οποίος συχνά ρωτάει με ενδιαφέρον για μια άλλη οπτική. Όπως δείχνει η απουσία από τα διεθνή τεκταινόμενα, μέγα μέρος της ελληνόφωνης θεολογίας διακρίνεται για εσωστρέφεια, καχυποψία, ιδεολογικές αγκυλώσεις και αδυναμία ουσιαστικής επαφής με τη διεθνή συζήτηση. Ευτυχώς, εντός και εκτός Πανεπιστημίων υπάρχουν εξαιρετικές εξαιρέσεις.
·     Εκθέτει όσους επέλεξαν την ιδιοτελή σιγή μέχρι να κατακαθίσει η σκόνη, εκφραζόμενοι μόλις τους τελευταίους μήνες, τώρα που διαφαίνεται ότι τελικά το Οικουμενικό Πατριαρχείο δεν είναι καταδικασμένο στην απαξίωση, παρά βγαίνει κερδισμένο από την υπόθεση της αυτοκεφαλίας: Δημιούργησε τετελεσμένα τα οποία σταδιακά γίνονται αποδεκτά (βλ. συλλειτουργίες αρχιερέων διάφορων Εκκλησιών με ιεράρχες της Εκκλησίας της Ουκρανίας, διεργασίες σε αυτοκέφαλες Εκκλησίες για τη δεξίωση της νέας αυτοκέφαλης Εκκλησίας), ενώ κανείς δεν κατόρθωσε να αμφισβητήσει ριζικά και με εμπράγματες για την πανορθόδοξη οικογένεια συνέπειες το πρωτείο του. Σχετικά εγχειρήματα έπεσαν στο κενό, ενώ φάνηκε ότι και ισχυρότατοι επικριτές του με ανακούφιση είδαν την άσκηση του πρωτείου του εκεί που τους ωφέλησε (βλ. τις αντιδράσεις στο γράμμα του Οικουμενικού Πατριάρχη στο αίτημα της αυτοκεφαλίας από το Μαυροβούνιο). Πού ήταν όμως στα δύσκολα εκείνοι που τώρα ψάλλουν ύμνους στο Φανάρι;
·     Επικυρώνει διαρκώς την ορθότητα του ρητού πως «ουδείς αγνωμονέστερος του ευεργετηθέντος». Πολλοί έσπευδαν στις περιστάσεις, στις θλίψεις και τις ανάγκες τους στο Φανάρι και ωφελήθηκαν από αυτό, για να προδώσουν σήμερα την εμπιστοσύνη του, κουνώντας του μάλιστα και το δάχτυλο. 
·     Ξεμπροστιάζει τη διγλωσσία και την υποκρισία ιεραρχών που συναντώνται προθύμως με ετερόδοξους κληρικούς, ουδέποτε θίγοντας θέμα για το κύρος των χειροτονιών τους. Μήπως, όποτε εύχαρεις συναντούν τον πάπα, πιστεύουν ότι βλέπουν απλώς τον μη έχοντα τη χάρη του αγίου Πνεύματος απλό πολίτη κ. Bergoglio; Ή, αν το πιστεύουν, μήπως του το λένε; Από την άλλη αρνούνται σε μία ολόκληρη Εκκλησία ομοδόξων αυτή τούτη την εκκλησιακή της υπόσταση. Πώς είναι δυνατόν Προκαθήμενος που έχει διαπρέψει σε διάφορες θέσεις του Παγκοσμίου Συμβουλίου Εκκλησιών και ο οποίος επί δεκαετίες διακόνησε θαυμάσια την Ορθοδοξία στην οικουμενική κίνηση μαρτυρώντας για την ανοικτότητά της, να εκφράζει στο ζήτημα των χειροτονιών της ουκρανικής Εκκλησίας μία άκαμπτη, εξκλουσιβιστική εκκλησιολογία, ουσιαστικά αμάρτυρη στην πατερική παράδοση και ξένη προς την πνευματολογία και τη θεολογία της χάριτος της Ορθοδοξίας; Η ιαβέρεια εμμονή στην ακρίβεια δείχνει ότι ελάχιστη έγνοια έχουν κάποιοι για τον καημό εκατομμυρίων χριστιανών που επί δεκαετίες ήσαν αποκομμένοι από την κανονική Ορθοδοξία. Επικαλούνται ελαττώματά τους, τα οποία όμως υφίστανται και στις καθολικά αναγνωρισμένες αυτοκέφαλες Εκκλησίες (π.χ. εθνικισμός), για να δικαιολογήσουν την ακαμψία τους, παραθεωρώντας ότι, μη εφαρμόζοντας την πατερική αρχή της οικονομίας, καταδικάζει κανείς ακόμη πιο έντονα αυτούς τους ανθρώπους στην απομόνωση και στην επίταση της παθολογίας του σχίσματος. Μήπως θα έπρεπε να σκύψουν περισσότερο στον μέγα Βασίλειο και στα όσα γράφει για το σχίσμα; Μήπως θα έπρεπε να συνειδητοποιήσουν εντονότερα το βάθος και την πρόκληση της κυριακής εντολής της ενότητας; «Τίς ἄνθρωπος ἐξ ὑμῶν ἔχων ἑκατὸν πρόβατα, καὶ ἀπολέσας ἓν ἐξ αὐτῶν, οὐ καταλείπει τὰ ἐνενήκοντα ἐννέα ἐν τῇ ἐρήμῳ καὶ πορεύεται ἐπὶ τὸ ἀπολωλὸς ἕως οὗ εὕρῃ αὐτό; καὶ εὑρὼν ἐπιτίθησιν ἐπὶ τοὺς ὤμους αὐτοῦ χαίρων, καὶ ἐλθὼν εἰς τὸν οἶκον συγκαλεῖ τοὺς φίλους καὶ τοὺς γείτονας λέγων αὐτοῖς· συγχάρητέ μοι ὅτι εὗρον τὸ πρόβατόν μου τὸ ἀπολωλός. Λέγω ὑμῖν ὅτι οὕτω χαρὰ ἔσται ἐν τῷ οὐρανῷ ἐπὶ ἑνὶ ἁμαρτωλῷ μετανοοῦντι ἢ ἐπὶ ἐνενήκοντα ἐννέα δικαίοις, οἵτινες οὐ χρείαν ἔχουσι μετανοίας.»(Λουκ. 15: 4-7): Αλήθεια, πότε τα διάβασαν τελευταία φορά τα λόγια τούτα του Χριστού;
·     Ανυψώνει στη συνείδηση όσων έχουν συνείδηση το Οικουμενικό Πατριαρχείο και τον τολμηρό Προκαθήμενό του, που στα ογδόντα σχεδόν χρόνια του προχώρησε σε μία αναγκαία πράξη, για την οποία πέρασε ήδη στην ιστορία. Για την πράξη του αυτή οι επόμενες γενιές θα τον ευγνωμονούν, γελώντας με τα καμώματα των ολίγιστων που, κατά τα άλλα, θα τα καταπιεί η λήθη του χρόνου. Το Οικουμενικό Πατριαρχείο προσβάλλεται από παντού, κατόρθωσε όμως να περάσει τη μεγάλη καταιγίδα αλώβητο, πράγμα διόλου παράδοξο για όποιον γνωρίζει την ιστορία του. Πρόσφατα ασχολήθηκα με το θέμα των «Τουρκορθόδοξων», το οποίο συγκλόνισε το Φανάρι τη δεκαετία του 1920 και κατόπιν. Μπροστά στα όσα έζησε τότε, τα όσα συμβαίνουν σήμερα είναι αστεία. Αλλά και η υπόθεση των περισσότερων άλλων αυτοκεφαλιών ούτε εύκολη, ούτε δίχως προβλήματα υπήρξε. Στο τέλος όμως νίκησε η σύνεση, η κοινή λογική, η Εκκλησία.
***
Ουσιαστικά, και η υπόθεση της ουκρανικής αυτοκεφαλίας κρίθηκε και κερδήθηκε, όπως υποστηρίχθηκε και παραπάνω. Το τίμημα, αλλά και το κέρδος, ήταν όχι η δημιουργία νέων προβλημάτων, αλλά η κατάδειξη υπαρχόντων, τα οποία επιμελώς κρύβονταν κάτω από το χαλί. Όποιος θέλει να διδαχθεί, διδάσκεται από τα όσα σήμερα συμβαίνουν και τα οποία θα μπορούσαν μακροπρόθεσμα να αποδειχθούν ωφέλιμα για την Ορθοδοξία και το μέλλον της.